Παίζει να είμαι εντελώς εκτός, αλλά:
α. φρύδι το [fríδi] O44 : 1. καθεμιά από τις δύο τοξοειδείς προεξοχές του μετώπου, που βρίσκονται επάνω από την οφθαλμική κόγχη, και το τρίχωμα που τις καλύπτει: Σμιχτά / μαύρα / πυκνά / γραμμένα φρύδια. Bγάζω / τονίζω τα φρύδια μου. Σκίστηκε το ~ του και γέμισε αίματα το πρόσωπό του. Kοίταξε γύρω υπεροπτικά σηκώνοντας το δεξί του ~. 2. (μτφ.) α. η γραμμή που συνδέει τις κορυφές ενός βουνού, ενός ορεινού συγκροτήματος, κορυφογραμμή.
β. το χείλος τάφρου, γκρεμού, απότομου βράχου κτλ.: O δρόμος ήταν χαραγμένος στο ~ του τεράστιου βράχου. [μσν. φρύδι < ελνστ. ὀφρύδιον υποκορ. του αρχ. ὀφρῦς ἡ με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]
Υπάρχουν πολλά κείμενα για «interior retrenchment» και «gorge defense»
http://www.google.co.uk/search?hl=el&rlz=1T4GGLJ_enGR210GR210&q=retrenchment+gorgeΠ.χ.
An interior redoubt to be set into each bastion; this to have the shape of a lunette; the gorge of it to be formed of storehouses, barracks, &c., loopholed, and arranged for artillery flanking. The other four sides to be flanked by bastionnets; the storehouses, &c., to be bomb-proof.