Σύμφωνα με το ΛΚΝ:
αραβόσιτος ο [aravósitos] O20α : το καλαμπόκι: Άνθος αραβοσίτου. [λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) -ο- + σίτος μτφρδ. ιταλ. granturco `δημητριακό της ’Τουρκίας“, δηλ. εξωτικό΄ ή ιταλ. grano saraceno (γαλλ. sarrasin) `δημητριακό ’Σαρακηνό“΄, παλ. όν. των κατοίκων της Aραβίας (κατώτερης ποιότητας δημητριακό)]
αραποσίτι το [araposíti] O44 : (λαϊκότρ.) ο αραβόσιτος. [υποκορ. του αραβόσιτ(ος) -ι με επίδρ. της λ. Aράπης (σύγκρ. αραβικός)] Επίσης,
καλαμπόκι (kalambok) [αλβανικό δάνειο]
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)