το δένω σκοινί κορδόνι → be certain about it, have no doubt about it, be absolutely certain
το παίρνω σκοινί κορδόνι. (Λαϊκό τραγούδι:
κακό βιολί αρχίσαμε, βρε μάγκισσα, που λες· τον τσακωμό τον πήραμε θαρρώ σχοινί-γαϊτάνι)·
- το παίρνω σκοινί κορδόνι,
α. επαναλαμβάνω αδιάκοπα τα ίδια λόγια ή τις ίδιες πράξεις: «του 'παν μια φορά πως βρήκε ωραία δικαιολογία που άργησε στη δουλειά του, κι από τότε το πήρε σκοινί κορδόνι, κάθε φορά που αργεί || τον πήγα μια φορά στα μπουζούκια κι αυτός το πήρε σκοινί κορδόνι με τα μπουζουκτσίδικα».
β. έχω συνέχεια απαιτήσεις ή ζητώ συνέχεια εκδουλεύσεις από κάποιον και γίνομαι ενοχλητικός: «του 'δωσα μια φορά δανεικά λεφτά κι αυτός από τότε το πήρε σκοινί κορδόνι και δε μ' αφήνει σ' ησυχία»·
–
το πάω σκοινί γαϊτάνι, βλ. φρ.
το παίρνω σκοινί γαϊτάνι·- το πάω σκοινί κορδόνι, βλ. φρ.
το παίρνω σκοινί κορδόνι. -
του μάζεψα τα σκοινιά, του επέβαλα περιορισμούς στην ελευθερία κινήσεων και ενεργειών του: «νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, αλλά του μάζεψα τα σκοινιά»·
–
τραβώ το σκοινί, επιδιώκω με λόγια ή με πράξεις να φτάσω μια υπόθεση, κατάσταση ή σχέση, στα άκρα, είμαι αποφασισμένος για δυναμικές ενέργειες ή αποφάσεις: «μην τραβάς το σκοινί τώρα που πάνε να ηρεμήσουν τα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι:
κλαίω εγώ, γελάς εσύ, θέλω εγώ, δε θες εσύ, πότε εγώ και πότε εσύ, τραβάμε το σκοινάκι).
—
Γεώργιος Κάτος:
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας