Γ. Θ. Βαφόπουλος, Τα εβδομήντα τρία σκαλοπάτια
Το ’χω ήδη πει: της αριθμητικής μου
η μόνη πράξη που έμεινε είναι η πρόσθεση.
Φαίνεται πως στην αρμονία του Σύμπαντος
η πρόσθεση ταυτίζεται με την αλήθεια.
Η αρχή μας βρίσκεται στην πράξη μιας προσθέσεως,
ενώ το τέλος μας σφραγίζεται με την προσθήκη
του ήδη τετελεσμένου στο αρχικώς υπάρχον.
Μετρώ λοιπόν τα σκαλοπάτια, που εν σπουδή
–όχι με βία, αλλά σπουδάζοντας– ανέβηκα.
Δεν απορώ πώς γρήγορα έτσι βρέθηκα
στο τρίτο κι εβδομηκοστό σκαλί της κλίμακος.
Ο αρχαίος αλχημιστής, που ο γέροντας της Βαϊμάρης
απ’ των περγαμηνών τη σκόνη τον ανέστησε
μες στο έκλαμπρο φως της πιο μεγάλης Ποίησης,
απ’ το ίδιο περίπου τούτο σκαλί είχεν εύρει
πως της σπουδής του ο μόχθος ήτανε μωρία.
Τώρα στοχάζομαι κι άλλον αρχαιότερο σοφό,
που εκείνος είχεν εύρει μόνο πως «ουδέν οίδεν».
Όμως ο πρώτος, σ’ ενός σήμαντρου τον ήχο,
που της μεγάλης Αναστάσεως έφερνε το μήνυμα,
στην κρίσιμη στιγμή, που ορίζει το εδώ απ’ το πέραν,
είχε δειλιάσει κι άφησε το χέρι του
απ’ τα χείλη του να τραβήξει το πικρό ποτήρι.
Ο άλλος με απλότητα κατέβασε το κύπελλο,
δίχως αηδίας μορφασμό ή οδύνης,
εξαγγέλλοντας τη σοφία τού «το μηδέν ειδέναι».
Στο εβδομηκοστό τρίτο τούτο σκαλοπάτι,
που είναι το μέτρο ισάριθμων ενιαυτών σπουδής,
τώρα καλούμαι αντίκρυ στον εαυτό μου να σταθώ,
για να εκτελέσω της στερνής
προσθέσεώς μου την πράξη.
Αλλά πώς το μηδέν να συντεθεί με τη μωρία,
όταν σημάνει η ώρα του αναπόφευκτου κυπέλλου,
αν πριν δεν εκδυθείς το ιμάτιο της σεμνότητας,
που την κρυφή σου φιλαυτία καλύπτει;
Αν δε βγάλεις το προσωπείο της δήθεν σωφροσύνης
απ’ την αυθεντική μορφή της αφροσύνης σου;
Αν της ματαιοδοξίας τη σκόνη δεν τινάξεις
απ’ το αρχικό πρωτογενές σου ρούχο;
Όμως κι αυτά τα ξεφλουδίσματα αρκετά δε θα ’ναι,
έτσι για να σταθείς ενώπιος ενωπίω,
αν απ’ το έσχατο σκαλοπάτι δεν εκσφενδονίσεις
και τις διόπτρες σου, που έβλεπες με δαύτες
τις θεατρικές του κόσμου παραστάσεις,
κι αν ακόμα την ακοή σου δε σφραγίσεις
στων θεατρίνων τα μεγάφωνα και στων σειρήνων
τα βάναυσα βραχνά δήθεν λαϊκά τραγούδια.
Η αναγωγή των παιδεμών σου σε μωρία,
με την απλή προσθήκη τού «μηδέν οίδα»,
ίσως να ’ναι το μυστικό κλειδί που ανοίγει
στων μακαρίων τον οίκο τη μεγάλη θύρα.
Αλλ’ αν δε σου δοθεί και τούτη η χάρη,
των μακαρίων το πνεύμα ν’ ανασάνεις,
κι αν άξιος δε σταθείς για να σε μακαρίζουν,
έστω και για τις δήθεν αγαθές προθέσεις σου,
νομίζω πως τουλάχιστο μπορείς να ψάλλεις
τους σύγχρονους μακαρισμούς των ημερών σου.
Μακάριος λοιπόν ο Σεφέρης, που δε βλέπει πια
των επιγόνων τα καμώματα και τις στροφές του,
από των μπουζουκιών τα τέλια κρεμασμένες.
Μακάριος κι ο αγαθός εκείνος Βάρναλης,
που των τυμπάνων δεν άκουγε τους κρότους,
γιατί της ακοής σπασμένα είχε τα τύμπανα,
κι ούτε πια τώρα βλέπει την απλή του πίστη
λάβαρο υψωμένο σε χέρια φωνασκούντων.
Μακάριος κι ο Παπατσώνης Nobilissimus,
που το προνόμιον έχει να μη βλέπει πια
τις φρεγάδες των ποντοπόρων τής ποιήσεως,
που εξήντα χρόνια παραδέρνοντας σε θάλασσες
φυκιών και στίχων, επί τέλους μπόρεσαν,
με τα καινούργια δανεισμένα κιάλια τους,
το ροβινσώνειο να ξεκρίνουνε νησί του.
Μακάριοι οι των παιδεύσεων γνόντες την μωρίαν,
οι την γλώσσαν αυτών συνέχοντες, μηδέν ειδότες,
ότι αυτοί τουλάχιστον δικαιωθήσονται
ως καταπότια εν τω στόματι της Λήθης.
Από τη συλλογή Τα επιγενόμενα (1977)
Πηγή: Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά (Θεσσαλονίκη, εκδ. παρατηρητής, 1990)