Στέλλα Τιμωνίδου, Γιορτή της Μητέρας
[Ενότητα VI]
Παγκόσμια μέρα γιορτής.
Οι ταχυδρομικοί σάκοι ξεχειλίζουν
από ευχετήριες κάρτες.
Υπερφορτωμένες οι τηλεφωνικές γραμμές.
Οι ανθοπώλες κι οι ζαχαροπλάστες
συναγωνίζονται για την κατανάλωση της χρονιάς.
«Ευκαιρία για χρυσές δουλειές«,
θα έλεγες πικρόχολα.
Μητέρα, έννοια άφθαρτη κι αγαπημένη,
έλα κι απάλυνε τη θλίψη μου σήμερα.
Παλιότερα χωνόμουν στην αγκαλιά σου
και τη γέμιζα λουλούδια.
Φιλούσα το πρόσωπο και τα χέρια σου
μέχρι που δακρύζαμε κι οι δυο από χαρμολύπη.
Ύστερα ερχόταν η εξομολόγηση.
Ήθελες να σου δείχνουν αγάπη κι υπακοή
όλο τον χρόνο κι όχι ευκαιριακά.
Άλλοτε πάλι σ’ έπαιρνα από το χέρι
και σε πήγαινα στον καθρέφτη
να προβάρεις ένα φόρεμα ή μια ζακέτα.
Αντιστεκόσουν.
Έλεγες πως δεν σου άρεσαν τα λούσα.
Σήμερα σου μιλώ μέσα από τις φωτογραφίες,
τις αραδιασμένες πάνω στον μπουφέ.
Πρώτη πρώτη μία από τα νιάτα σου.
Ήσουν δεν ήσουν δεκαοκτώ χρονών.
Πρόσωπο Παναγίας με κλασική μύτη.
Φεγγαρόφωτο μέτωπο με φρύδι γαϊτάνι
και κεφάλι στεφανωμένο με πλεξίδα.
Πιο πίσω έχω τη γαμήλιά σου.
Ποζάρεις σε φωτογραφείο
με χαμόγελο Τζιοκόντας.
Πανευτυχής ο πατέρας δίπλα σου.
Παραδίπλα είναι μια άλλη μέσης ηλικίας.
Φαίνεσαι καταβεβλημένη και θλιμμένη.
Αυτή θαρρώ είχαμε στο μνήμα σου.
Τώρα κοιτώ τον έξω κόσμο
μέσα από την πλεκτή σου την κουρτίνα,
τη μονοκόμματη, με τις ρομαντικές ανθοδόχες.
Στρώνω συχνά το μοτιφένιο σου
τραπεζομάντιλο και τη λευκή
από βαμβακερό νήμα κουβέρτα.
Το ρομβοειδές σεμέν σου με τους αμφορείς,
για να μην ξεχνούμε και την αρχαία τέχνη,
ζευγαρώνει με την κινέζικη λάμπα.
Δε μιλώ για τ’ άλλα σου εργόχειρα,
τα καταχωνιασμένα. Ένα συρτάρι
γεμάτο αισθήματα κι αξία.
Προσωπική σου σφραγίδας κειμήλια.
Σε ευχαριστώ γι’ αυτά, αλλά κυρίως
για τ’ άλλα τα πιο σημαντικά, Μητέρα.
(14 Μαΐου 2000, γιορτή της μητέρας)
Από τη συλλογή ατελείωτες νύχτες (2008)