sample → δείγμα, χαρακτηριστικός, αντιπροσωπευτικός, υποδειγματικός, δειγματοληπτικός, δοκιμαστικός, παίρνω δείγμα, κάνω δειγματοληψία, διενεργώ δειγματοληψία, δειγματοληπτώ, δειγματολογώ, λαμβάνω δείγμα, ενεργώ δειγματοληψία, σαμπλάρω, ελέγχω, δοκιμάζω
banned13 ·
12 · 4666