Γιώργος Καφταντζής, Μοιρολόγια
Η μάνα
Πώς τα παινέματα να πω
νύφη λουλουδοκοίμητη με πέπλο και με χάντρα;
Τα έξω μαύρα τα κοιτώ
δυο πόνοι μέσα με τσιμπούν, όχεντρα και γαλιάντρα.
Εσύ ’σουν τόσο ντροπαλό
τις μέρες τις παρθενικές και τώρα που με μύρο
γυμνό σου πλύνουν τ’ απαλό
κι αγνό κορμί σου δεν κοιτάς, δε νοιάζεσαι τριγύρω;
Γιατί σε ντύνουνε, γιατί
βιολέτες βάζουν γύρω σου, τι σ’ έκαναν ψυχή μου;
Τι κόσμος, τι βουή ’ν’ αυτή;
Για ποιον γάμο παράξενο σ’ ετοίμασαν παιδί μου;
Ξύπνα να δεις πως αγκαλιές
φέρνουν οι φιλενάδες σου τα ρόδα και τα κρίνα
ολόχρυσες τριανταφυλλιές
μοιάζουν κι εσύ μάτσο ξερό τσουκνίδες κι άγρια πρίνα.
Ήσουν και συ μια λυγερή
κάποτε μυριοχάριτη γλυκούλα, μαγιοπούλα
ποιος έλπιζε να σε θωρεί
κέρινη να μου κείτεσαι λιόκαλή μου κορούλα;
Σπέρνω με κλάμα και φιλιά
κήπους αλλόκοτους στα δυο κίτρινα μάγουλά σου
κόρη μου! Κάτω απ’ τα φιλιά
δεν άνθισαν τα κόκκινα μαγιοτριαντάφυλλά σου.
Ξεφύλλισα το μενεξέ
και το σγουρό βασιλικό, το γιασεμί, το δυόσμο
κι όλες τις γλάστρες του μπαξέ
στο χώμα τις κομμάτιασα που σ’ άρπαξε τον κόσμο.
Προσήλια πετροβυσσινιά
σμαραγδοφιλντισένια μου πριν δέσουν οι καρποί σου
άγρια σε χτύπησε χιονιά
και σάπισε τα βύσσινα κι έριξε το κορμί σου.
Στο πανηγύρι της καρδιάς
έσταζαν τα ματάκια σου ροδόσταμα της αγάπης
τώρα σε κάσα καρυδιάς
μου σφράγισε τους θησαυρούς ο άσπλαχνος αράπης.
Σ’ έτρεφα μέλι και δροσιά
σ’ έπλενα με τ’ ανθόνερο σ’ έλουζα με το γάλα
φαρμακερόπιοτα κρασιά
τώρα ρουφάς και κουρνιαχτό και δάκρυα στάλα, στάλα.
Τόσο σ’ αγάπησε πολύ
ο Μάης, που μαυροφόρεσε για σένανε κυρά μου
βουβό πώς είσαι το πουλί
χρυσόψαρο χωρίς νερό πώς κείτεσαι χαρά μου;
Τ’ άσπρα ξερίζωσα μαλλιά
κι έδεσα τα χεράκια σου μ' αυτά τα σταυρωμένα
οχ, να τα πέρναγα θηλιά
να μη σας νιώθω χείλη μου σε μέλη παγωμένα.
Μια γριά
Εκεί που κίνησες να πας
αστόχαστα κι όπου κανείς δεν πήγε να γυρίσει
μη σε ξεμάθουν ν’ αγαπάς
όταν θα σε ποτίσουνε στης αρνησιάς τη βρύση.
Ήσουνα σκίρτημα λαφιού
σιντριβανιού μουρμουρητό, άρωμα της μυρσίνης
παραθυράκι τ’ ουρανού
πώς άμετρο σε τύλιξε σάβανο λησμοσύνης;
Άλλη γριά
Σε ξενυχτώ και σε κοιτώ
σαν ψέμα, σαν απίστευτο στης σάλας το τραπέζι
δίπλα να καίει το θυμιατό
και το κερί που λύγισε και με τη σκιά σου παίζει.
Άγουρα στήθια και σφιχτά
τ’ ανείδωτα τ’ αχάιδευτα τα παραπονεμένα
στέκουν δυο σάπια, δυο ριχτά
μήλα στη γης απ' άγρια θύελλα χτυπημένα.
Άλλη γριά
Παν οι κοπέλες για νερό
κι αχολογάει το γέλιο τους κρουστάλλινο, δροσάτο
κι εσύ το δόλιο και πικρό
σταμνί στον ώμο κουβαλάς με δάκρυα γεμάτο.
Στ’ αντρίκια στήθια τα πλατιά
γέρνουν με πόθους και γλυκιά παρθενική τρεμούλα
στην αλουλούδιαστη οχτιά
γέρνεις εσύ την κεφαλή σε χώμα μια σακούλα.
Άλλη γριά
Σαν το σκουλήκι στη μηλιά
μες στην καρδιά σου ο θάνατος εγέννησε τ’ αυγό του
κι ο Απριλομάης αγκαλιά
έφερε τ’ άνθη κρύβοντας την όψη στο φτερό του.
Ήσουν καντήλα, μελιχρό
έκαιγε το ροδέλαιο στα σμαλτομάγουλά σου
τώρα σβησμένη και σταυρό
μ’ άσπρα κουφέτα νυφικά κεντούν στα κόλυβά σου.
Άλλη γριά
Σε ραίνω γιούλια και γαντζιές
για να ’σαι γλυκομύριστη στ’ Αμίλητου τη χώρα
κι αν δεις τη Χρύσα οι νεραντζιές
μην πεις ανθούν και πως αυτός μ’ άλλη κοιμάται τώρα.
Χρύσα μου βεργολυγερή
άφησες τη μανούλα σου το νεκρανθό να τρέφει
κι έδυσες αυγινό μου αστρί
σαν κύκνος χάθηκες λαμπρός πίσω από μαύρα νέφη.
Άλλη γριά
Γαλανομέθυστο δεντρί
στάχτη κι αντάρα σκόρπισε το μυρωδάτο ανθί του
στον πάγο αμάθητη ψυχή
που μίσησες τ’ αφτέρουγο χωμάτινο κορμί σου.
Σε ποια σπηλιά αραχνιαστή
με το σκληρό τον άντρα σου θα κάθεσαι στο γέμα
που πίνει δάκρυα κι αχνιστή
τρώγει καρδιά που ράγισε μυροβολώντας αίμα;
Άλλη γριά
Σου φέρνω ρόδια και ρακί
και μήλο στο χεράκι σου το κρύο σου ’χω βάνει
στο γιο μου να τα πας εκεί
στον πύργο του Αδάκρυτου στ’ αγέλαστο σεργιάνι.
Σαν κρίνο, σαν μικρό πουλί
σ’ έκαψε τ’ αγριοπάγονο ξενοιάστηκε η καρδιά σου
όμως αλί και τρισαλί
σ’ εκείνους π’ απομείνανε να κλαιν στην κάμαρά σου.
Άλλη γριά
Αν απαντήσεις νιους και νιες
βαθιά στα κρύα τάρταρα στ’ αφώτιστο κονάκι
πες τον Απρίλη με χιονιές
κρύο τον ήλιο και κακό τον έρωτα φαρμάκι.
Κι αν σε ρωτούν μικρά παιδιά
αν είναι πλιο γλυκύτερο τ’ απάνω απ’ το σκοτάδι
μην τα ραΐσεις την καρδιά
και μαρτυρήσεις τι ζεστό που ’ναι του ηλιού το χάδι.
Από τη συλλογή Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)