Μάρκος Μέσκος, Μεταμορφώσεις
Ένας-ένας οι Ποιητές βρικολακιάζουν.
Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες∙
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα∙
όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια∙ μόνο η καρα-
κάξα στις κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)∙ κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τα ’ξερες. Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε το πρωί — μετά όνειρα και συγκοπή∙ μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
το ’θελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι που αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο-μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς...
Από τη συλλογή Χαιρετισμοί (1995)