νεοαγανακτισμένος → neo-indignant, neo-exasperated
νεο-αγανακτισμένος
νεοαγανακτισμένη
νεοαγανακτισμένες
νεο-αγανακτισμένοι
αγανακτισμένος → indignant, infuriated, exasperated, irritated, mad, pissed, frustrated, fed up
Για τον ακαδημαϊκό, το δύσκολο διάστημα θα είναι από εδώ και στο εξής: «Ένα πράγμα που με ανησυχεί είναι η ομάδα που έχω βαφτίσει
Νεοαγανακτισμένοι, η οποία θεωρώ ότι θα κάνει έντονη την παρουσία της τους επόμενους μήνες. Θα είναι άνθρωποι που θα πλήττονται από τις οικονομικές και κοινωνικές περιπλοκές που θα φέρει η ύφεση της πανδημίας.
https://www.in.gr/2020/05/12/greece/theodosis-tasios-anisyxoun-oi-neoaganaktimenoi-mas-perimenei-avevaiotita/