χρονογράφημα [xronoγr'afima] ουσ ουδ
• είδος πεζογραφήματος = feature, [current events] column
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας
χρονογράφημα το [xronoγráfima] Ο49 : είδος πεζογραφήματος που δημοσιεύεται στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο, που αντλεί τα θέματά του από την επικαιρότητα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και που είναι γραμμένο σε τόνο χιουμοριστικό, συμβουλευτικό, δηκτικό ή επικριτικό.
[λόγ. χρονογραφη- (χρονογραφώ) -μα (δες χρονικό3)]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη