Translation - Μετάφραση
Translation Assistance => Modern Greek→English Translation Forum => Topic started by: Vasilis on 18 May, 2012, 11:48:10
-
Κάποια μιλάει για τον σκύλο του και λέει:
«Μου τον κάτσιασαν!»
-
κατσιάζω [kacX'azo] ρ αμ/μ κάτσιασα αορ κατσιασμένος μτχ πρκμ
(προφ) πετσέτες, φλοκάτη = to get stunted, to get scrubby Πρέπει να πάρουμε καινούργιες πετσέτες, γιατί οι παλιές κάτσιασαν. = We need to buy some new towels since the old ones have gotten scrubby.
(προφ) = to wither Ποτίζει τα λουλούδια κάθε μέρα, για να μην κατσιάσουν. = She waters the plants daily so they don't wither.
(προφ) = to stunt the growth Σταμάτα να φιλάς και να χαϊδεύεις το μωρό, θα το κατσιάσεις. = Stop kissing and caressing the baby; you'll stunt its growth!
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας
κατσιάζω [katsxázo] Ρ2.1α μππ. κατσιασμένος : 1. (οικ.) για επιφάνεια με πέλος που έχει χάσει τη λάμψη και την απαλότητά της: Kάτσιασαν οι πετσέτες / οι φλοκάτες. 2. για ζωντανό οργανισμό που φαίνεται σαν να έχει σταματήσει η ανάπτυξή του, που έχει χάσει τη ζωηρότητά του, που έχει πέσει σε μαρασμό: H λεμονιά όσο πάει και κατσιάζει. Kάτσιασαν τα κοτόπουλα. || Θα το κατσιάσει το παιδί από τα χάδια. [μσν. κατσ(ί) -ιάζω, κατσί: < κατί (υποκορ. του κάττ(α) `γάτα΄ -ί δες στο γατί) με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] (σύγκρ. κληματίδα > κληματσίδα)]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
κατσιάζω. Χάνω την απαλότητα και τη φρεσκάδα: να μην κατσιάσουν τα ρούχα (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125). [<ουσ. κατσί + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
Λεξικό Κριαρά
κατσιάζω [κατσί]· 1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου· 2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού· 3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί.
— Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας
κατσιάζω, ρ. [<κατσί + κατάλ. -ιάζω], κατσιάζω. 1α. κάνω κάποιον να χάσει τη ζωντάνια του, τη ζωηρότητά του από τα υπερβολικά χάδια: «άσε, επιτέλους, ήσυχο το παιδί και πάψε να το χαϊδεύεις, γιατί θα το κατσιάσεις!». β. χάνω τη ζωντάνια μου, τη ζωηρότητά μου από τα υπερβολικά χάδια κάποιου ή κάποιων: «κάθε φορά που πηγαίνω στη γιαγιά μου, με κατσιάζει με τα χάδια της || τι το κάνετε πια και το κατσιάσατε αυτό το παιδί! ». 2. πέφτω σε μαρασμό: «μετά τα εξήντα, αρχίζει και κατσιάζει ο άνθρωπος».
— Γεώργιος Κάτος: Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=457702.0)
κάτσιασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. κατσιάζω + κατάλ. -μα], το αποτέλεσμα του κατσιάζω: «για δέστε κάτσιασμα που έχει το παιδί απ' τα χάδια σας!».
— Γεώργιος Κάτος: Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=457702.0)
stunt (third-person singular simple present stunts, present participle stunting, simple past and past participle stunted)
(transitive) To check or hinder the growth or development of.
Some have said smoking stunts your growth.
The politician timed his announcement to stunt any surge in the polls his opponent might gain from the convention.
(intransitive) (slang, hip-hop) To show off; to posture.
I don't like his style, and he always stuntin'. — Hussein Fatal, I Don't Like That (rap song).
stunt - Wiktionary (https://en.wiktionary.org/wiki/stunt#English)
-
Ίσως κάτι σε «stifled with caresses»;
-
Βασίλη, δεδομένης της περίπτωσης, θα πρότεινα κάτι σε they've broken it, δηλαδή μου τον «χάλασαν».
-
Τον σκύλο;
-
they over caressed him/they spoiled him with caresses?
-
Όταν πρόκειται για τα γεννητικά όργανα;
-
Μιλάμε για σκύλο!
-
Θωμά, μιλάμε και για σκύλο και άλλα πράγματα...
-
Για τα άλλα "πράγματα" διάβασε το ακόλουθο: 1. κατσιάζω
Ορισμός: 4
Λήμμα: 6
Στην κυρίαρχη γλώσσα σημαίνει «κάνω κάποιον να χάσει το σφρίγος, την ζωντάνια του». Ετυμολογείται από το «κατσί», από το «κάττα», από το ιταλικό «gatta», που είναι η «γάτα», όπως και το αγγλικό «cat».
Τα εξωσλανγκικά λεξικά, όμως, δεν μας λένε ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων χρησιμοποιούμε το ρήμα για την καταπόνηση του πέους από τον υπερβολικό αυνανισμό και γενικότερα περιεργασία του.- Νικολάκη, πάλι με τον σωλήνα ασχολείσαι, θα τον κατσιάσεις!
- Ωχ, η μάνα μου!
http://www.slang.gr/lemma/show/katsiazo_7997
Στην περίπτωση όμως της καταπόνησης του πέους από αυνανισμό δεν μιλάμε για κάτσιασμα του οργάνου από άλλους αλλά για αυτενέργεια!
-
Μόλις τελείωσα το διάβασμα του 4ου τόμου από τα έργα του Πέτρου Μάρκαρη σε 10 ημέρες, "Ο Τσε Αυτοκτόνησε". Στη σελίδα 390 διαβάζω "'Ενας γέρος άντρας, με φαλάκρα και κατσιασμένη γενειάδα,...". Όπως και πολλά άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα μεταφράστηκε και στα αγγλικά (βλ. http://www.eurocrime.co.uk/reviews/Che_Committed_Suicide.html). Διερωτώμαι αν κάποιος έχει την αγγλική μετάφραση για να δούμε πώς ο μεταφραστής David Connolly (http://www.enl.auth.gr/staff/connolly/index.html) απέδωσε το σχετικό χωρίο.
-
Just an idea! See the examples here:
https://www.google.co.uk/search?rlz=1C1GPEA_enGB318GB360&sugexp=chrome,mod=13&ix=h9&sourceid=chrome&ie=UTF-8&q=%CE%9C%CE%BF%CF%85+%CF%84%CE%BF%CE%BD+%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%B1%CE%BD
I wonder if smother (metaphorically) might fit the meaning here i.e. the dog (?):
http://www.thefreedictionary.com/smother
-
Αν είναι το μέρος του σώματος που σκέφτομαι, μου έρχεται και κάπως... παρατραβηγμένα κάτι στο στιλ:
yanked his X mercilessly
-
Forgot your line again, huh (http://i421.photobucket.com/albums/pp292/spiffychaps/Peanus.png)?