Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 4 (2)
[...]
Το ποίημα, η απέραντη κούραση του μυαλού, η διάλυση του μυαλού,
το σκοτάδι του μυαλού,
το βρόμικο, το άδειο, το κρύο, το στεγνό σώμα, το σκοτάδι του σώματος,
η σιωπή του σώματος,
το δωμάτιο με τις ομαδικές σφαγές,
τα πλήθη με το μάρμαρο στα μάτια,
με τον ανέκφραστο φόβο και το αχινωτό περίβλημα του οίκτου
δίπλα στο τυραννικό κρεβάτι, κάτω από το μαξιλάρι,
μέσα στα σεντόνια, επάνω
στο απλωμένο σώμα, βαθιά στη συντριβή του μυαλού,
η ακατάσχετη αιματέμεση, η πεισματική απ’ την αρχή της πρώτης στιγμής,
οι ακρωτηριασμοί, η μέγγενη σ’ ανεξάντλητη ποικιλία σχημάτων,
τα μαρτύρια, η προσευχή της μελανιασμένης σάρκας,
τα ωσαννά των ουροδόχων κύστεων,
η λιτάνευση των αποκαθηλωμένων κοκάλων,
οι ψαλμοί της γαστρίτιδος,
το μίσος, η εκτόνωση του μίσους επάνω στο σκήνωμα του εραστή,
η δοξολογία των χεριών που τρέμουν,
η χλιδή,
η παράκρουση της χλιδής και η εξέγερση των πατημένων βελούδων,
ο παροξυσμός της γεύσεως,
το μυαλό,
το μυαλό θέλει κάτι να πει — αλλά πέφτει.
Ο πάγος του σώματος, το σώμα πεταμένο στην απέραντη λικνίαση,
το μυαλό έρημο, μονάχο με τη σιωπή του
που γλείφει τα ίδια της τα μέλη κι ευχαριστιέται απ’ αυτό
σα μονάχος φρουρός σ’ ομιχλωμένο φυλάκιο, στην παραμεθόριο,
ξεχασμένος απ’ όλους, με τους λύκους κοντά
και τη λαχτάρα ενός ζεστού κορμιού καρφωμένου στο δικό του
για πάντα μακριά, ή μιας ψυχής που να φάει τη δική του
χορταίνοντάς την, για πάντα μακριά,
σαν από άλλη χώρα, σαν από άλλη ζωή που δεν ξανάρχεται,
που φεύγει αλλά δεν ξανάρχεται.
Τα σεντόνια. Το ταβάνι κατεβαίνει πλησιάζοντας
σα χλευαστικός έρωτας με ξυράφι στο χέρι. Ποτέ το ποίημα.
Ένα ροχαλητό σαν εμετός μέσα στον ύπνο.
Η ψυχή σαν ένα βρόμικο σεντόνι,
στριμμένο σεντόνι, πολύ μακρύ,
προς τα πάνω, προς τα κάτω, σαν ολόκληρη η ψυχή, στριμμένο
και δεμένο πολλές φορές, στριμμένο με κούραση,
φορτωμένο με τη συντριβή του μυαλού,
οι αριθμοί, η αναρίθμητη παλινωδία των διαψεύσεων,
απαρίθμηση αθλιοτήτων, ελεεινά μούτρα, χέρια οπλισμένα με σουγιάδες
και χυδαία δαχτυλίδια, δόντια σαπισμένα απ’ τις βρισιές και τις κατάρες,
απ’ τις διεκδικήσεις, δόντια
ρημαγμένα απ’ τη συκοφαντία και την κακοήθεια
και τον αγύρτη έπαινο,
σώματα με τη λέπρα του πόθου
που πρήστηκε απ’ τη χολή του έρωτα και πεθαίνει ξερνώντας τον,
πόδια λιωμένα από την αναζήτηση του ζώου,
από την αναζήτηση του ανθρώπου εν είδει ζώου, του ζώου εν είδει ανθρώπου,
η νύχτα ως εκεί που τελειώνει ο εγκέφαλος,
μάτια μασημένα απ’ το μίσος, μάγουλα αγκυλωμένα απ’ τη χλεύη και τη φτυσιά.
Αυτό το πρόσωπο που διασύρεται μέσα στα σεντόνια του,
δεν το χάιδεψε κανένα όνειρο,
ο ύπνος έρχεται σα συντέλεια για ν’ αποτελειώσει τον διασυρμό
που άρχισε το φως της γης.
Αυτό είναι το τέλος. Το τέλος έτσι έρχεται.
Κι όταν φτάνει, τίποτε δεν το φτάνει.
Η απέραντη κούραση,
το μαρτύριο των εμφανίσεων της σάρκας μέσα στο μαρτύριο της οράσεως,
οι παθήσεις της αφής,
μία ήπειρος γέρνει και αδειάζει σύσσωμη
μες στο προαιώνιο έλεος της απόλυτης εξουσίας των πάγων.
Η εξολόθρευση των στρατών. Νέες επιστρατεύσεις. Οι ρήτορες γλωσσιδιάζουν,
στέκονται αντιμέτωποι και γλωσσιδιάζουν. Τα πλήθη διχάζονται,
το αίμα τους οπλίζεται, οι ρήτορες αντιμέτωποι στο πείσμα τους επάνω
και κάτω τα πλήθη στήνουν εκτελέσεις
σπέρνοντας τη νίκη των ιδεών.
Αυτό είναι το τέλος.
Το σώμα χάνεται, άλλο δεν έχει να προχωρήσει,
σώματα σα σωροί σκουπιδιών στις πλατείες, μια βροχή αηδίας
επάνω στα αλληλοσφαγμένα σώματα, η παρέλαση των νικητών,
τα κόκκινα μάτια των νικητών, τα κίτρινα μάτια των νικητών,
γιορτές με τα εντόσθια των σφαγμένων,
γιορτές με τα νωθρά κρανία των σφαγμένων για τον θρίαμβο των νικητών,
η νέα σημαία με έμβλημα το στριμμένο λεπίδι σα ρομφαία διαβόλου
ή σα σεντόνι της ψυχής,
το μυαλό θέλει κάτι να πει,
η ολοκληρωτική επικαιρότητα του ασταμάτητου αίματος,
ο θρίαμβος των ελεεινών,
η απληστία, η ίδρυση του νέου κοινού βίου, η απληστία,
η απληστία, οι Νόμοι του μέλλοντος, η απληστία,
η απληστία, εγκλήματα πάνω στα δέντρα,
το μυαλό θέλει, πεθαίνει αλλά θέλει κάτι να πει,
ένα πρόσωπο γρυλισμένου, στραβόφιλου κι αρειοδόχου ταύρου
φράζει ολόκληρο τον ουρανό.
[...]
Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980)