[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]
Γιάννης Ρίτσος, Αίας (απόσπασμα)
[...]
Ακόμα και την ώρα τού έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου
ν' αναθυμόμαστε που ξεχάστηκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης
και θα σαπίσουν απ' την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι
μας διώχνετε έξω απ' το κρεβάτι, έξω απ' το σπίτι, έξω απ' τον κόσμο,
έξω απ' το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο
με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων έξω
από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, ιερά, καθημερνά συμβάντα,
με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα πού ξεκουράζουν απ' τ' άπιαστα μεγάλα.
Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το μάτι, ποιους τρόμους,
ποιες αδικίες, ποιους φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω
αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω
δόντια κ' εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τι κοιτάζεις, έτσι;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Κ' η μαύρη μύγα, να 'τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.
Ε, να, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος∙ — κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ' τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κ' υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Να με, σωριασμένος εδώ χάμου κ' οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμόνευαν, κυκλοφέρναν το σπίτι∙ με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ' τα παντζούρια, απ' τις κουρτίνες, απ' τις κλειδαρότρυπες, απ' τα ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γρατζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ' τα δέντρα. Με παραμόνευαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,
άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ' την Ίδη∙ μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια ξεχάστηκα, — τι ήταν; — ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά πού παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιος κι από πού σε φωνάζει μ' αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ‘σαι
μέσα σε μιά μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κ' οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ' ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα πού στάζει
απ' την άκρη τής λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια.
Είπα να κάνω πίσω —
Ποιο 'ναι το μπρος; ποιο το πίσω; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο
έλαμπε ολάκερος ο δρόμος, κ' εγώ φαινόμουν πελώριος∙ με βλέπαν
από παντού. Πώς να γυρίσω ; Ακόμα κ' η σκιά μου
μ' είχε παρατημένο — είχε λιώσει στη λάμψη τού ασβέστη —
εκτός αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα
επάνω σε καλάμια, κρέμονταν στους τοίχους. Το σπαθί μου
πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντας με ακέριον
κι άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ' είχαν κλείσει απ' έξω. Χάλκινοι χαλκάδες
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ' τους λόφους∙ — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους - κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σώπασαν τα πάντα.
Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα∙ — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι∙
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές∙ τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κ' ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ' άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκάνιζαν
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ' όνομά μου,
πάλι και πάλι τ' όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ' άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους τ' όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ' όνομά μου, — ω, πια, να μην τ' ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ' την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τούς μάντρωσα όλους,
τούς έσυρα εδώ μέσα — κοίταξέ τους — κ' ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
[...]
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)