Κατερίνα Καριζώνη, Καταγωγή
Πίσω απ’ την Αίγλη
στην οδό Κασσάνδρου
κατέβαινε τα βράδια ένας άγγελος
κι άναβε σπίρτα.
Σε κάθε σπίρτο και μια εικόνα καίγονταν,
έτσι καήκαν οι προοπτικές μας να βρεθούμε.
Στο ξυλουργείο απέναντι απ’ το σπίτι
έβαλε μια παλιά φωτιά
κι έδιωξε τα παιδικά χρόνια∙
τα καθίσματα της Αίγλης τα ’κανε άστρα
κάτω απ’ τα τούρκικα λουτρά
κάτω απ’ τα φύλλα του Παλιού Ημερολόγιου∙
μετά ήρθε κι ο νοτιάς
κι έσβηνε το ένα σπίρτο μετά το άλλο,
Σαράντα Εκκλησιές-Κομοτηνή-Μακρόνησος,
με το καζάνι να μαζεύεις το βρόχινο νερό,
την υγρασία απ’ τα καπνομάγαζα του αιώνα σου,
τις ιστορίες της γιαγιάς Παγώνας
μέσα στη διγλωσσία και στους ψαλμούς
στη ραγισμένη οθόνη.
Κι ο άγγελος
καίγοντας και το τελευταίο σπίρτο του
το πρόσωπό του αποτύπωνε στα ρούχα μας
με υπομνηματισμούς
σε Ελληνικά και Τουρκικά.
Από τη συλλογή Τσάι και μυθολογία (1985)