A momentary lapse. | Μια μικρή αδιαθεσία. |
A momentary lapse. | Στιγμιαίο γλύστριμα. |
A momentary lapse. | Μια στιγμιαία έλλειψη. |
Momentary lapse in judgment. | Δεν πειράζει. |
A momentary lapse. | Ήταν μια στιγμή τρέλας. |
That was a momentary lapse. | Ήταν στιγμιαίο. |
Just a momentary lapse. | Ένα στιγμιαίο ολίσθημα. |
Yeah. Momentary lapse. | Παρασύρθηκα για μια στιγμή. |
It was a momentary lapse. | Ήταν αδυναμία της στιγμής. |
Momentary lapse of sanity. | Στιγμιαία απώλεια λογικής. |
Just a momentary lapse. | Δεν χρειάζεται να παραφέρεσαι. |
A momentary lapse of judgment. | Μια στιγμή λάθος κρίσης. |
A momentary lapse in judgment. | Μια στιγμή λάθος κρίσης. |
It was a momentary lapse of... | Ένα στιγμιαίο ολίσθημα... |
I did. A momentary lapse. | Με επιασες αλλα, αυτά συμβαινουν. |
That was a momentary lapse. | Αυτό ήταν ένα στιγμιαίο ατόπημα. |
It was a momentary lapse in judgment. | Ήταν μια λάθος εκτίμηση. |
Momentary lapse of patriotism. | Στιγμιαία απώλεια πατριωτισμού. |
It was a momentary lapse of weakness. | Ήταν μια στιγμή αδυναμίας. |
Oh a momentary lapse in judgment. | Αχ μια στιγμιαία έλλειψη κρίσης. |
Call it a momentary lapse of reason. | Πες το μία στιγμιαία έλλειψη λογικής. |
It was just a momentary lapse of judgment. | 7ο ΕΤΗΣΙΟ Δε μου 'ρχεται τίποτα. |
It was a momentary lapse of judgment but... | Παραιτήθηκα την τελευταία στιγμή. |
It's a momentary lapse in the market. | Είναι μια στιγμιαία έλλειψη στην αγορά. |
I'm having a momentary lapse of reason. | H λογική μου δε δουλεύει αυτή τη στιγμή. |
I know, a momentary lapse. | Το ξέρω, ένα στιγμιαίο χάσιμο. - Θα αλλάξει τα πράγματα. |
Blackouts, Momentary lapses of memory. | Λιποθυμικά επεισόδια, περιστασιακά κενά μνήμης. |
This was more than a momentary lapse of judgment. | Δεν έχασες προς στιγμήν την κρίση σου. |
It's okay, man, that's just a momentary lapse. | Ντάξει, ρε. Ήταν ένα ολίσθημα της στιγμής! |
It was a momentary lapse brought on by three tequilas. | Που ελπίζω να ξανασυμβεί με άλλες τρεις. |
A...momentary lapse in judgment. A...momentary lapse in judgment. | Ενα στιγμιαίο ολίσθημα της κρίσης. |
Momentary lapse of insecurity on my part, i guess. | Στιγμιαία απώλεια ανασφάλειας, εκ μέρους μου, υποθέτω. |
It was a momentary lapse in judgment, maybe a jones. | Ήταν μια στιγμιαία έλλειψη κριτικής, σιγά το πράγμα. |
Well .. just an impulse .. a momentary lapse of reason. | Απλά μια παρόρμηση, μια στιγμιαία έλλειψη λογικής. |
Momentary lapse of reason. | Η φίλη σου η Λέιλα δεν έβρισκε κανέναν να πάρει το σκυλί της, έτσι το πήρα εγώ. |
Bombing that truck was just a momentary lapse of judgment. | Το σκηνικό αυτό ήταν μια στιγμιαία έλλειψη κρίσης. |
Maybe it was just a momentary lapse of... magical juju. | Ίσως ήταν μια ατυχής στιγμή για το μαγικό σου χάρισμα. |
It was a momentary lapse of sanity. | Θα προσπαθήσεις πάλι να κάνεις σεξ μαζί μου; Ήταν μια στιγμιαία απώλεια λογικής. |
Leng had a momentary lapse and spoke out of turn | Ο Λένκ είχε μια στιγμιαία αδυναμία, και είπε πραγματα που δεν έπρεπε, |
This elevator will experience a momentary lapse in gravity. | Ο ανελκυστήρας αυτός θα υποστεί μια στιγμιαία έλλειψη βαρύτητας. |
I'm going to pretend you're having a momentary lapse in judgment. | Θα προσποιηθώ ότι έχει θολώσει η κρίση σου αυτήν τη στιγμή. |
Now I've Had My Momentary Lapse Of Judgment, But That Is Over Now. | Τώρα είχα μια στιγμιαία έλλειψη κρίσης, αλλά τελείωσε τώρα. |
She was a momentary lapse of self-control, Danyael. But I'll find her. | Η γυναίκα ήταν μια στιγμιαία απώλεια εγκράτειας, Δανιήλ. |
Let us hope these momentary lapses do not become a habit. | Aς ελπίσουμε ότι αυτά τα στιγμιαία παραπατήματα δε θα γίνουν συνήθεια. |
This momentary lapse will pass, and I'll be stronger than ever. | Αυτή η στιγμιαία διάλειψη θα περάσει. Θα είμαι πιο δυνατός από ποτέ. |
I tell you what, I'm gonna forget your momentary lapse in loyalty. | Θα σου πω τι θα γίνει. Θα ξεχάσω την στιγμιαία σου έλλειψη αφοσίωσης. |
But our momentary lapse of concentration allowed Charlie to get the drop on us. | Μα η προσοχή μας αποσπάστηκε και μας έπιασαν οι Βιετκόνγκ. |
Look, you had a momentary lapse of judgment, but I'm an understanding guy. | Κοίτα, είχες μία στιγμιαία λανθασμένη κρίση. Αλλά έχω κατανόηση. |
Please pardon me, I just had a momentary lapse of good manners. | Σε παρακαλώ συγχώρησέ με, απλά είχα ένα μικρό διάστημα χωρίς καλούς τρόπους. |
How do I know that this awakening of good conscience is not just a momentary lapse? | Πως ξέρω ότι αυτή ή αλλαγή διάθεσης, δεν είναι προσωρινή; |
Well, we could consider that a, a momentary lapse to... change your life. | Ας το θεωρήσουμε... ένα στιγμιαίο ολίσθημα στην αλλαγή της ζωής σου. |
Nathan's frustration with Mimsy has caused a momentary lapse in judgement. | Η απογοήτευση του Νέιθαν με τον Μίμσυ προκάλεσε ένα στιγμιαίο ολίσθημα κρίσης. |
Um, hmm... would you mind, um... just putting that down to a momentary lapse of, um, concentration? | Θα μπορούσες να το θεωρήσεις έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης; |
9 years... my children... all to be thrown away because of a... momentary lapse. | 9 χρόνια... τα παιδιά μου... όλα να πάνε στράφι εξαιτίας... μιας στιγμιαίας τρέλας. |
Theft is one thing, Tommy. A momentary lapse in judgment, covetousness, ultimately forgivable. | Το να κλέψεις μία φορά συγχωρείται λόγω έλλειψης κρίσης την κατάλληλη στιγμή. |
You're right. I had a momentary lapse in judgment when I thought you were more than you are, but you aren't. | Προσωρινά ανεστάλη η ευθυκρισία μου και περίμενα πιο πολλά από σένα! |
A momentary lapse in reason, and now Byron will likely spend his next 20 years in prison. | Ένα στιγμιαίο χάσιμο της λογικής, και ο Μπάϊρον θα περάσει τα επόμενα 20 χρόνια στην φυλακή. |
Oh, that was a momentary lapse of reason-- not unlike our last approach to the altar. | Ω,αυτό ήταν μια στιγμιαία έλλειψη λογικής... όπως και η τελευταία φορά που πλησιάσαμε μαζί τον βωμό. |
well... - Listen, I had a momentary lapse of sanity with Becca. The worst thing is this means you wanted to marry | Μια οικογένεια από φίλους, συναδέλφους, γείτονες που δεν ξέρουμε πολύ καλά... |
A momentary lapse in judgment I can only attribute to a hormonal shift and/or... sheer boredom. | Στιγμιαία έλλειψη κρίσης που μπορώ να την αποδώσω μόνο σε ορμονικές διαταραχές και/ή απλή βαρεμάρα. |
A momentary lapse of judgment on my part affect your sensibilities: Give me your l: D: | από ένα στιγμιαίο σφάλμα από τη μεριά μου έχει επιπτώσεις στις ευαισθησίες σας δώσε την Λ.Δ. καρτα σου Μπαρνευ |
The short answer is that I feel like you're slipping away from me, again, and it was a momentary lapse of judgment. | Γιατί πολύ απλά νιώθω ότι μου ξεγλιστράς πάλι και έχασα προς στιγμήν την κρίση μου. |
A momentary lapse of concentration of the copyist, whose eye skips from one word to another, is called "homoeoteleuton." | Μια στιγμιαια αποσπαση προσοχης από τον αντιγραφεα, που το ματι του πηδαει από τη μια λεξη στην αλλη, λεγεται "ομοιοτελευτον." |
Listen, you don't want to wind up back here because you got mad and then beat some guy up who just had a momentary lapse of judgment. | Άκου, δεν θες να επιστρέψεις πάλι εδώ επειδή νευρίασες και μετά έδειρες κάποιον που είχε μια στιγμιαία έλλειψη κρίσης. |
And, yes, while it's true that I was upset with Louis and his momentary lapse of morality, he only did what he did out of love, and I forgave him. | Και ναι, είναι αλήθεια ότι δεν τα πηγαίνουμε καλά με τον Λούι και με την αγαθοσύνη του, αυτό που έκανε, το έκανε από αγάπη, και τον συγχωρώ. |
I know it's been a while, but you couldn't do magic as an anchor, so I'm curious what momentary lapse of reason makes you think you can do it now. | Ξέρω πως έχει περάσει καιρός... αλλά δεν μπορούσες να κάνεις μάγια όσο ήσουν άγκυρα. Άρα, είμαι περίεργος, ποιος παραλογισμός... σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις τώρα. |