throw someone a bone → πετάω ένα ξεροκόμματο, ρίχνω ένα ξεροκόμματο, ρίχνω ένα κόκαλο, δίνω τα αποφάγια, δίνω κάτι, δίνω έστω και κάτι λίγο

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 855885
    • Gender:Male
  • point d’amour
throw someone a bone → ρίχνω ένα ξεροκόμματο, ρίχνω ένα κόκαλο, δίνω τα αποφάγια

To provide support or assistance to, especially in one particular way or to a limited extent; to make a concession to
throw a bone to - Wiktionary
« Last Edit: 21 May, 2022, 16:28:23 by spiros »


 

Search Tools