Μάρκος Μέσκος, Το σπίτι
Είχεν ορόφους πέντε το σπίτι
βρήκα την εξώπορτα ανοιχτή και ψηλαφούσα
στα σκοτεινά. Δύσκολα ανέβαινα
τα σκαλιά λοξά γλιστρούσαν κι όλο έλεγα να δω
το σημάδι-φυτό που φωσφορίζει τη νύχτα
στη θύρα του γείτονα. Τίποτα. Λίγο ακόμη να πιστέψω
πως σακάτεψα τη μνήμη και η γέφυρα που ενώνει
το παρελθόν γκρεμίστηκε. Τότε πέτυχα τις γυναίκες
που φρόντιζαν τη μετακόμιση σιωπηλά: Εδώ το χαλί
εκεί το βάζο εκεί το πιάνο τον καλόγερο στη γωνιά.
Και καθώς ευγενικές η μια με τα βαμμένα κόκκινα χείλη
μου χαμογελούσε εξηγώντας την πλάνη μου
γκαστρωμένη η άλλη μου ’λεγε να θαυμάσω τη μεγάλη σάλα
για τα μελλοντικά πάρτι με τη μουσική στα πολύφωτα
— πάλι λάθος είπα μέσα μου, πάλι λάθος, ευχαρίστησα τις κυρίες
και καθώς το ρολόι χτυπούσε κάποιαν ώρα της νυχτός και
η δούλα ανέβαζε πάνω τον σκύλο από τον βραδινό του
περίπατο, σκαλί το σκαλί βγήκα από το χτίριο.
Πιο πέρα δυο τρεις ψιθύριζαν ο ένας στο αυτί του άλλου
κάτω από ’να μικρό μα όχι τυχαίο δεντράκι.
Από τη συλλογή Άλογα στον Ιππόδρομο (1973)