Κατερίνα Καριζώνη, Τα συρτάρια
Αμέτρητα συρτάρια κατέβαιναν από τον ουρανό
άλλα μισάνοιχτα, άλλα κλειδωμένα
από μέσα ξεπρόβαλλαν οι άκρες των πραγμάτων, χαμένα χαρτιά
σύννεφα από ξεθυμασμένη πούδρα και παλιά πομπόν.
Στο βάθος κάποιου συρταριού κοιμόταν η γιαγιά μου
είχε απέραντα μαλλιά και ξυλιασμένα δάχτυλα
ξυπνούσε κάθε τόσο τρομαγμένη κι έβαζε τις φωνές
Σούλα, Τούλα, Κατερίνα, Πολυξένη
– πάντοτε μπέρδευε τα ονόματά μας η γιαγιά
ούτε θυμότανε ποτέ γιατί μας φώναζε.
Από τα πάνω συρτάρια τσίριζαν οι κλειδωμένοι
κι ένας λαθραίος μετανάστης σε μια κρύπτη στενή, ηλεκτροσυγκολλημένη
ένα λιοντάρι που πάλευε να βγει
για να μας φάει
κι ένα κορίτσι που γάζωνε
κλαίγοντας στη ραπτομηχανή
– μέρες παλιές, δίχως νόημα, που κιτρινίζαν
πρόσωπα που αγαπήσαμε, σαν ακτινογραφίες.
Τα δάκρυά σου κύλησαν και λάδωσαν τις κλειδαριές
και τα κλειδιά γυρίσαν όπως τα μαχαίρια
κι άνοιξαν ξάφνου τα συρτάρια στο σώμα σαν πληγές.
Από τη συλλογή Σκοτεινός χρόνος (2017)