good sport → ευγενικός παίκτης, αθλητικό πνεύμα, με αθλητικό πνεύμα, επιδεικνύων αθλητικό πνεύμα, παίκτης ευ αγωνίζεσθαι, παίκτης που επιδεικνύει αθλητική άμιλλα, ξέρει να χάνει, δέχεται τα αστεία, δεν στραβώνει με τα αστεία, καλόβολος
good sport (plural good sports)
someone who exhibits polite behaviour even or especially when they lose
someone who can take a joke
good sport - Wiktionary, the free dictionarypoor sport → αγενής παίκτης, παίκτης με αντιαθλητικό πνεύμα, με αντιαθλητικό πνεύμα, επιδεικνύων αντιαθλητικό πνεύμα, παίκτης που δεν επιδεικνύει αθλητική άμιλλα, δεν ξέρει να χάνει, στραβώνει όταν χάνει, δεν δέχεται τα αστεία, στραβώνει με τα αστεία
Someone who exhibits ungracious behaviour during a game, whether winning or losing.
Someone who cannot take a joke.
poor sport - Wiktionary, the free dictionary