Στέλλα Γεωργιάδου, Διάτρητος και μόνος
Ο ποιητής μοιάζει με πληγωμένο άνεμο. Έναν άνεμο γεμάτο τρύπες. Φυσάει και κανένα καράβι δεν προχωρά. Ούτ’ ένα μέτρο ούτε μισό κλυδωνισμό. Φυσάει, φυσάει, μέχρι που τα πνευμόνια του στεγνώνουν. Και μόνον εκείνος νιώθει τον αέρα που εξέπνευσε. Τριγύρω νηνεμία. Γέλια, χαρές στις παραλίες, βόλτες, μαμάδες σπρώχνουν καροτσάκια, ερωτευμένα ζευγάρια, στην πόλη μποτιλιάρισμα, συναλλαγές στα ύποπτα τραπέζια, αγγελίες, εξαγγελίες, απάτες και οφθαλμαπάτες. Κι αυτός; Μόνος. Μόνος κι αόρατος. Αόρατος κι αόριστος. Ένας αόριστος γεμάτος τρύπες. Μα ποιος να τις δει; Ποιος θα δει πώς αιμορραγεί ένας αφανής άνεμος; Σέρνεται στις αγορές, στα πάρκα, στα στενά δρομάκια και στα φρεσκοσκαμμένα πεζοδρόμια. Περνάει απ’ τα πάτρια, τα οικεία, τ’ αλλότρια. Ίχνη αναίμακτα παντού. Σκορπίζει την ψυχή του, τη σκορπίζει και χαίρεται. Χαίρεται και γαληνεύει. Η οικουμενική του ταυτότητα πλημμυρίζει το σύμπαν. Ένα σύμπαν διάτρητης ύλης. Άνεμος ατάραχος χαϊδεύει τις τρύπες του σύμπαντος. Κάποιες νοικοκυρές καθαρίζοντας τις αυλές μαζεύουν τα ξερά φύλλα σε σωρούς και τα καίνε. Καίνε τις νοσταλγίες του και τον αφήνουνε γυμνό στην αδυσώπητη μνήμη. Μνήμη που τρέφει το παρόν και απαιτεί τροφή από το μέλλον. Πώς να σκαλίσει τώρα τα παλιά του υλικά, να επιδιορθώσει τους ιμάντες της βραδυπορίας του; Χώνεται βιαστικά στο συμβατικό του σώμα και υποτάσσεται. Εκεί, απόλυτα προφυλαγμένος, θα τραγουδήσει πάλι τον προορισμό του αίματος.
Από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου (2011)