complete → πλήρης, πλήρες, ακέραιος, ολόκληρος, όλος, φτασμένος, συμπληρωμένος, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, που έχει τελειώσει, που έχει ολοκληρώσει, αποπερατωμένος, έτοιμος, τέλειος, σκέτος, ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής
spiros ·
1 · 150