σχηματισμός συνθέτων με παν-, παγ-, παμ-, παλ-

spiros · 1 · 1527

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
παν- [pan], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή οδοντικό ή συριστικό σύμφωνο ή [n] & παγ- [paŋ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από υπερωικό σύμφωνο & παμ- [pam], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από χειλικό σύμφωνο & παλ- [pal], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [l] & πάν- [pán] ή πάγ- [páŋ] ή πάμ- [pám] ή πάλ- [pál], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση. 1. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο που υπάρχει ως β' συνθετικό σχηματίζοντας σύνθετο υπερθετικού βαθμού: πανάρχαιος, πάγκοινος, πανευτυχής, πάλλευκος, παμμέγιστος, παμπάλαιος, πάμπολυς, παμπόνηρος. 2. καλύπτει το σύνολο των στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό: πάνθεο, πανσπερμία, πανθεϊσμός, παγκόσμιος, παλλαϊκός, παμβαλκανικός, πανελλήνιος.
[λόγ. < αρχ. παν- (και παγ-, παμ-, παλ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < επίθ. πᾶν (ουδ. του πᾶς) `το καθένα, σύνολο από΄ ως α' συνθ.: αρχ. πανσπερμία, πανάθλιος, παμπάλαιος, πάλλευκος & διεθ. pan- < αρχ. παν-: πανθεϊσμός < γαλλ. panthéisme]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

παν- κ. παμ- α' συνθετικό που δηλώνει: 1. ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται σε πολύ μεγάλο, στον υπέρτατο βαθμό: πάμπλουτος, πανέξυπνος 2. ένα σύνολο: πανελλήνιος, παγκρήτιος.
[ΕΤΥΜ Α' συνθ. τής Αρχ. και Ν. Ελληνικής, που προέρχεται από το ουδ. πάν (βλ.λ.) και εμφανίζεται: (α) ως παν- προ φωνήεντος και προ των συμφώνων δ, ζ, θ, ν, σ, τ (λ.χ. πανάγαθος, πανδοχείον) (β) ως παμ- προ των συμφώνων β, μ, π, φ, ψ (λ.χ. πάμπολλοι, παμψηφεί) (γ) ως παγ- προ των συμφώνων γ, κ, ξ, χ (λ.χ. πάγκοινος, παγχρησία) (δ) ως παλ- και παρ- προ των συμφώνων λ και ρ αντίστοιχα (λ.χ. πάλλευκυς, παρρησία)].
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
« Last Edit: 18 Nov, 2022, 19:07:08 by spiros »


 

Search Tools