Μαρία Πολίτου, θαλασσινό κοιμητήριο
[Ενότητα Β. Φάκελος αίμα]
Γέμισε η θάλασσα σταυρούς.
Χέρια υψωμένα αποζητούν τον ουρανό
παλάμες παιδικές σκάβουνε το νερό
–εδώ Θεός, εκεί Θεός, πού ’ναι ο Θεός–
διψούν για ουρανό.
Λεπίδες το φως στο ηλιοβασίλεμα
τις τυραννισμένες φλέβες χαράζει
και βυθίζονται
βυθίζονται
αργά σπαραχτικά
βουλιάζουν
με τα μάτια ορθάνοιχτα
ανοιχτά και άδεια
γιατί κάπου τα ξέχασαν εκεί
στους γκρεμισμένους τοίχους του σπιτιού
στα ακρωτηριασμένα χέρια του πατέρα
στης μάνας το γέλιο το στερνό.
Κι έγινε κόκκινη η θάλασσά μου
Κι έγινε η θάλασσά μου μαύρη
η θάλασσα που με γέννησε
θλιβερό νεογέννητων
νεκροταφείο ελπίδων.
Από τη συλλογή επιτέλους αποβίβαση (2018)