γαβγίζει ή γαυγίζει / γαβγίζω ή γαυγίζω / γάβγισμα ή γαύγισμα; → γαβ-

spiros · 1 · 6774

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854548
    • Gender:Male
  • point d’amour
γαβγίζει ή γαυγίζει / γαβγίζω ή γαυγίζω / γάβγισμα ή γαύγισμα; → γαβγίζει

Ως απόδοση του ήχου γαβ γαβ των σκύλων, γράφεται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, επομένως με β.

γαβγίζω [γavjízo] Ρ2.1α : 1. (για σκύλο) βγάζω φωνή, κάνω γαβ γαβ· αλυχτώ: Mέσα στη νύχτα ακούσαμε ένα σκυλί να γαβγίζει. Tα σκυλιά έτρεχαν πίσω του γαβγίζοντας. || Aυτό το σκυλί γαβγίζει όλους τους περαστικούς, τους ακολουθεί ή τους απομακρύνει με γαβγίσματα. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει, αυτοί που φωνάζουν πολύ και απειλούν συνήθως δεν πραγματοποιούν τις απειλές τους. 2. (μτφ., προφ., μειωτ.) για άνθρωπο που φωνάζει δυνατά και άγρια: Mίλα ήρεμα, μη γαβγίζεις! Mιλάει σαν να γαβγίζει.
[μσν. γαβγίζω < ίσως γαβ γαβ -ίζω και αποβ. του δεύτερου [av] (απλολ.)]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

γαβγίζω ρ. αμετβ. [μεσν.] {γάβγισα} 1. (για σκύλους) παράγω σύντομους, συνήθ. επαναλαμβανόμενους και δυνατούς, ήχους: το σκυλί, μόλις βλέπει κάποιον να πλησιάζει, αρχίζει να γαβγίζει ΣΥΝ. αλυχτώ· ΦΡ. (παροιμ.) (μτφ.) σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει ο άνθρωπος που εξωτερικεύει την οργή του ή φωνάζει και απειλεί, είναι λιγότερο επικίνδυνος από εκείνον που δεν εκδηλώνει τέτοια αντίδραση 2. (μτφ.) μιλώ με ενοχλητικά δυνατή φωνή και επιθετικό τόνο: αντί να γαβγίζεις, κάτσε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι!
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη


 

Search Tools