Τυπολογία των επιπέδων χρήσης της γλώσσας → A typology of language registers (glossary, γλωσσάριο, αγγλικά - ελληνικά, αγγλοελληνικό)

spiros · 1 · 1751

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854566
    • Gender:Male
  • point d’amour
Τεχνική Επιτροπή 21 “Ορολογία – Γλωσσικοί πόροι” ΕΛΟΤ
Συλλογικό μέλος της ΕΛΕΤΟ
Μάρτιος 2023
Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων της Τεχνικής Έκθεσης «Τυπολογία των επιπέδων χρήσης της γλώσσας»
ISO/TR 20694:2018 “A typology of language registers”1
(Έκδοση 1, Αριθμός λημμάτων: 373)

EnglishGreek
‘high’ language«υψηλή» γλώσσα
‘high’ variety«υψηλή» ποικιλία
‘low’ language«χαμηλή» γλώσσα
‘low’ variety«χαμηλή» ποικιλία
academic discourseακαδημαϊκός λόγος
academic level of languageακαδημαϊκό επίπεδο γλώσσας
academic registerακαδημαϊκό επίπεδο χρήσης
accentιδιοπροφορά, προφορά, αξάν
accepted standardαποδεκτό πρότυπο
active teachingενεργητική διδασκαλία
addresseeδέκτης
addresserπομπός
addressing peopleπροσφώνηση προσώπων
adverbεπίρρημα
affixπρόσφυμα
affixoidπροσφυματοειδές
agentλογικό υποκείμενο
air quotesνοερά εισαγωγικά
antepenultimate stressτονισμός στην προπαραλήγουσα
archaic registerαρχαιοπρεπές επίπεδο χρήσης
archaic useαρχαΐζουσα χρήση
assignation of genderαπόδοση γένους
auxiliary verbβοηθητικό ρήμα
bench-level registerεπίπεδο χρήσης των εμπειροτεχνών, μαστορικό επίπεδο χρήσης
bench-level terminologyμαστορική ορολογία
bilingual societyδίγλωσση κοινότητα
borrowed phraseδάνεια φράση
borrowed technical termδάνειος τεχνικός όρος
borrowed wordδάνεια λέξη
borrowingδάνειο
bottom of a vertical continuum of language registersβάση ενός κατακόρυφου συνεχούς επιπέδων χρήσης
break in the continuum of language registersρήγμα στο συνεχές των επιπέδων χρήσης
business circlesεπιχειρηματικοί κύκλοι
casual level of politenessχαλαρό επίπεδο ευγένειας
casual registerχαλαρό επίπεδο χρήσης
casual situationχαλαρή (επικοινωνιακή) περίσταση
change of stress placementμετατόπιση του τόνου
change to orthographyορθογραφική αλλαγή
clear and plain languageαπλή και κατανοητή γλώσσα
clear and simple communicationαπλή και κατανοητή επικοινωνία
code (of practice) for language registersκώδικας πρακτικής για επίπεδα χρήσης
code switchingεναλλαγή κωδίκων
colloquial registerκαθημερινό επίπεδο χρήσης
common registerκοινό επίπεδο χρήσης
community of practiceκοινότητα πρακτικής
company documentεταιρικό έγγραφο
complex sentenceσύνθετη πρόταση
computational managementυπολογιστική διαχείριση
computational methodυπολογιστική μέθοδος
computer-mediated controlέλεγχος μέσω υπολογιστή
conformityσυμμόρφωση
conjugationκλίση (ρἠματος)
conjunctionσύνδεσμος
conservative grammatical featureσυντηρητικό γραμματικό χαρακτηριστικό
conservative linguistic featureσυντηρητικό γλωσσικό χαρακτηριστικό
consistency of language registerσυνέπεια στο επίπεδο χρήσης
consonant clusterσύμπλεγμα συμφώνων
consultative registerσυμβουλευτικό επίπεδο χρήσης
contact languageγλώσσα επαφής
continuum (pl. continua)συνεχές
continuum of language registersσυνεχές των επιπέδων χρήσης
continuumυψηλότερο στο χαμηλότερο
controlled languageελεγχόμενη γλώσσα
conventionσύμβαση
creation of technical termsδημιουργία τεχνικών όρων
cultural contextπολιτισμικό πλαίσιο
customerπελάτης, πελάτισσα
customer/server relationshipσχέση πελάτη–παρόχου
Data Category Repository, DatCatInfoΑποθετήριο Κατηγοριών Δεδομένων, DatCatInfo
declensionκλίση (ονόματος ή αντωνυμίας)
degree of formalityβαθμός επισημότητας
deprived backgroundελλιπές υπόβαθρο
derivational affixπαραγωγικό πρόσφυμα
descriptive dictionaryπεριγραφικό λεξικό
descriptive environmentπεριγραφικό περιβάλλον
descriptive language registerπεριγραφικό επίπεδο χρήσης
descriptorπεριγραφέας
dialect registerδιαλεκτικό επίπεδο χρήσης
dialectδιάλεκτος
diglossiaκοινωνική διγλωσσία
diglossic registerεπίπεδο χρήσης κοινωνικής διγλωσσίας
diglossic situation(επικοινωνιακή) περίσταση κοινωνικής διγλωσσίας
diglossic varietyποικιλία κοινωνικής διγλωσσίας
diplomatic circlesδιπλωματικοί κύκλοι
discoursal-semantic patternκειμενικο-σημασιολογικό μοτίβο
domain lossαπώλεια θεματικού πεδίου
domain of lawνομικός τομέας
domainθεματικό πεδίο, τομέας
domain-specific registerεπίπεδο χρήσης είδιο ως προς το θεματικό πεδίο
domain-specific technical termτεχνικός όρος είδιος ως προς το θεματικό πεδίο
dominant languageκυρίαρχη γλώσσα
East Asian languageανατολικοασιατική γλώσσα
educated speakerμορφωμένος ομιλητής, μορφωμένη ομιλήτρια
elegant speech (Japanese)κομψός λόγος (ιαπωνικά)
email registerεπίπεδο χρήσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
engineering registerεπίπεδο χρήσης των μηχανικών
environmentπεριβάλλον
event of language useσυμβάν γλωσσικής χρήσης
external criterion for linguistic variationεξωτερικό κριτήριο γλωσσικής ποικιλότητας
extremely informal registerάκρως ανεπίσημο επίπεδο χρήσης
facetious registerεξυπνακίστικο επίπεδο χρήσης
familiar registerοικείο επίπεδο χρήσης
familiar situationοικεία (επικοινωνιακή) περίσταση
film scriptσενάριο ταινίας
first nameμικρό όνομα
folk etymologyπαρετυμολογία
formal form of addressεπίσημος τύπος προσφώνησης
formal grammatical featureεπίσημο γραμματικό χαρακτηριστικό
formal lexical itemεπίσημο λεξικό στοιχείο
formal markerτυπικός δείκτης
formal registerεπίσημο επίπεδο χρήσης, τυπικό επίπεδο χρήσης
formal speechεπίσημος λόγος
formal stemεπίσημο θέμα
formal to informal continuumσυνεχές από το επίσημο στο ανεπίσημο
formality axisάξονας επισημότητας
formality scaleκλίμακα επισημότητας
formality/informality axisάξονας επισημότητας/ανεπισημότητ ας
formal-polite register (Korean)επίσημο-ευγενικό επίπεδο χρήσης (κορεάτικα)
fossilized expressionαπολιθωμένη έκφραση
frequency of useσυχνότητα χρήσης
frozen or static registerπαγιωμένο επίπεδο χρήσης, στατικό επίπεδο χρήσης
full nameονοματεπώνυμο
general consensusγενική συναίνεση
general textγενικό κείμενο
genreγραμματειακό είδος
geographic designationγεωγραφικός χαρακτηρισμός
geographic language variantγεωγραφική γλωσσική παραλλαγή
geographical distributionγεωγραφική κατανομή
gestureχειρονομία
grammar featureγραμματικό χαρακτηριστικό
grammatical featureγραμματικό χαρακτηριστικό
grammatical formγραμματικός τύπος
grammatical markerγραμματικός δείκτης
grammatical normγραμματική νόρμα
hierarchy of registersιεραρχία επιπέδων χρήσης
high registerυψηλό επίπεδο χρήσης
high to low continuumσυνεχές από το υψηλό στο χαμηλό
highly stratified communityκοινότητα με έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση
high-status languageγλώσσα υψηλού κύρους
historical documentιστορικό κείμενο
homogeneous subsetομοιογενές υποσύνολο
honorific form of addressτιμητικός τύπος προσφώνησης
honorific prefixτιμητικό πρόθημα
honorific registerτιμητικό επίπεδο χρήσης
honorificτιμητική προσφώνηση
honorific/humble level ofτιμητικό/ταπεινό επίπεδο
horizontal most formal to least formal continuumοριζόντιο συνεχές από το πιο επίσημο στο πιο ανεπίσημο
host languageγλώσσα υποδοχής
humble form of addressταπεινός τύπος προσφώνησης
humorous registerχιουμοριστικό επίπεδο χρήσης
impersonal pronounαπρόσωπη αντωνυμία
inconsistency of language registerασυνέπεια στο επίπεδο χρήσης
indicator of formalityδείκτης επισημότητας
individual languageξεχωριστή γλώσσα
individualάτομο
inflectional formκλιτὀς τύπος
inflectional suffixκλιτικό επίθημα
informal affixανεπίσημο πρόσφυμα
informal grammatical featureανεπίσημο γραμματικό χαρακτηριστικό
informal lexical itemανεπίσημο λεξικό στοιχείο
informal registerανεπίσημο επίπεδο χρήσης, μη τυπικό επίπεδο χρήσης
informal situationανεπίσημη (επικοινωνιακή) περίσταση
in-house registerενδοεταιρικό επίπεδο χρήσης
in-house terminologyενδοεταιρική ορολογία
innovative grammatical featureνεωτεριστικό γραμματικό χαρακτηριστικό
innovative linguistic featureνεωτεριστικό γλωσσικό χαρακτηριστικό
instant messagingστιγμιαία μηνυματοδοσία, άμεση ανταλλαγή μηνυμάτων
intended audienceσκοπούμενο κοινό
internal linguistic characteristicεσωτερικό γλωσσικό χαρακτηριστικό
international youth slangδιεθνής αργκό των νέων
intimate registerεξαιρετικά οικείο επίπεδο χρήσης
ironic registerειρωνικό επίπεδο χρήσης
ironyειρωνεία
language categoryγλωσσική κατηγορία
language communityγλωσσική κοινότητα
language levelγλωσσικό επίπεδο
language register, registerεπίπεδο χρήσης, επίπεδο ύφους
language resourceγλωσσικός πόρος
language useγλωσσική χρήση
language variantγλωσσική παραλλαγή
language varietyγλωσσική ποικιλία
Latin borrowingλατινικό δάνειο, δάνειο από τα λατινικά
learned environmentπεριβάλλον υψηλού μορφωτικού επιπέδου
lectureδιάλεξη
legal documentνομικό κείμενο
legal registerνομικό επίπεδο χρήσης
level of politenessεπίπεδο ευγένειας
lexical itemλεξικό στοιχείο
lexical markerλεξικός δείκτης
lexical normλεξική νόρμα
lexico-grammaticalλεξικογραμματικό μοτίβο
lexicographic descriptionλεξικογραφική περιγραφή
lexicographyλεξικογραφία
linguistγλωσσολόγος
linguistic characteristicγλωσσικό χαρακτηριστικό
linguistic marker of language registerγλωσσικός δείκτης επιπέδου χρήσης
linguistic markerγλωσσικός δείκτης
linguistic patternγλωσσικό μοτίβο
linguistic purismγλωσσική καθαρολογία
linguistic theoristθεωρητικός της γλώσσας
linking phraseσυνδετική φράση
literary borrowingλόγιο δάνειο
literary registerλογοτεχνικό επίπεδο χρήσης
literary theoristθεωρητικός της λογοτεχνίας
literary workλογοτεχνικό έργο
low registerχαμηλό επίπεδο χρήσης
management of translation memoriesδιαχείριση μεταφραστικών μνημών
mappable common scientific discourseαντιστοιχίσιμος κοινός επιστημονικός λόγος
marker of formality/informalityδείκτης επισημότητας/ανεπισημότητ ας
markerδείκτης
medical registerιατρικό επίπεδο χρήσης
metadata schemaσχήμα μεταδεδομένων
middle registerμεσαίο επίπεδο χρήσης
mixed language registersανάμεικτα επίπεδα χρήσης
morphemeμόρφημα
morphological systemμορφολογικό σύστημα
motherese, baby talkμαμαδίστικα, μπεμπεκίστικα
multifaceted descriptionπολύπλευρη περιγραφή
multilingual societyπολύγλωσση κοινότητα
multiword unitπολυλεκτική μονάδα
neutral register, standard registerουδέτερο επίπεδο χρήσης, πρότυπο επίπεδο χρήσης
non-geographic language variantμη γεωγραφική γλωσσική παραλλαγή
non-linguistic signalεξωγλωσσικό σήμα
non-neutral registerμη ουδέτερο επίπεδο χρήσης
non-royal personμη βασιλικό πρόσωπο
non-technical registerμη τεχνικό επίπεδο χρήσης
noun compoundσύνθετο ουσιαστικό
novelμυθιστόρημα
offenceπροσβολή
official situationεπίσημη (επικοινωνιακή) περίσταση
online communicationεπιγραμμική επικοινωνία
oral textπροφορικό κείμενο
paraphraseπαραφράζω
passive constructionπαθητική σύνταξη
pattern
peer group solidarityαλληλεγγύη μεταξύ των μελών μιας ομάδας
penultimate stressτονισμός στην παραλήγουσα
periphrastic verb formπεριφραστικός ρηματικός τύπος
permissible valueεπιτρεπτή τιμή
phonological markerφωνολογικός δείκτης
plain Englishαπλά αγγλικά
plain language registerαπλό επίπεδο χρήσης
polarized duality of high and lowπολωμένη δυαδικότητα υψηλού–χαμηλού
polite form of addressευγενικός τύπος προσφώνησης
polite levelευγενικό επίπεδο
polite register (Korean)ευγενικό επίπεδο χρήσης (κορεάτικα)
politenessευγένεια
politenessευγένειας
polyhierarchical descriptionπολυϊεραρχική περιγραφή
prefabricated expressionστερεότυπη έκφραση
prepared speechπροσχεδιασμένη ομιλία
prepositionπρόθεση
prescribed use of languageρυθμισμένη χρήση της γλώσσας
prescriptionρύθμιση
prescriptive environmentρυθμιστικό περιβάλλον
prescriptive language registerρυθμιστικό επίπεδο χρήσης
profane termυβριστικός όρος
profane text typeυβριστικός κειμενικός τύπος
profanityβωμολοχία, βρισιά
professional groupεπαγγελματική ομάδα
professional settingεπαγγελματικό περιβάλλον
professionalεπαγγελματίας
public addressδημόσια αναγγελία
publicity leafletδιαφημιστικό φυλλάδιο
publishing environmentεκδοτικό περιβάλλον
range of language registersφάσμα των επιπέδων χρήσης
ranking of politenessδιαβάθμιση ευγένειας
regional language variantτοπική παραλλαγή γλώσσας, τοπική γλωσσική παραλλαγή
register labelένδειξη του επιπέδου χρήσης
register switch markerδείκτης εναλλαγής επιπέδου χρήσης
relative pronounαναφορική αντωνυμία
religious registerθρησκευτικό επίπεδο χρήσης
reportέκθεση
rich hierarchy of registersπλούσια ιεραρχία επιπέδων χρήσης
royal courtβασιλική αυλή
royal personβασιλικό μέλος
royal register (Thai)βασιλικό επίπεδο χρήσης (ταϊλανδέζικα)
royal registerβασιλικό επίπεδο χρήσης
safe indicatorδείκτης ασφαλούς
sarcasmσαρκασμός
satireδιακωμώδηση, σάτιρα
scientific registerεπιστημονικό επίπεδο χρήσης
scientific subregisterεπιστημονικό υποεπίπεδο χρήσης
scientific textεπιστημονικό κείμενο
scientistεπιστήμονας
second language learningεκμάθηση δεύτερης γλώσσας
second language teachingδιδασκαλία δεύτερης γλώσσας
second person plural form of addressτύπος προσφώνησης στο δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού
second person singular form of addressτύπος προσφώνησης στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού
semi-formal register, formal-lateral register (Korean)ημιεπίσημο επίπεδο χρήσης (κορεάτικα)
sentence complexityπολυπλοκότητα πρότασης
sentence lengthμήκος πρότασης
serious situationσοβαρή (επικοινωνιακή) περίσταση
sermonκήρυγμα
shop termόρος της πιάτσας
shortened formσυντομευμένη μορφή
simplified languageαπλοποιημένη γλώσσα
simplified natural languageαπλοποιημένη φυσική γλώσσα
situation of convergenceπερίπτωση σύγκλισης
situation of divergenceπερίπτωση απόκλισης
situation(επικοινωνιακή) περίσταση
slang registerαργκοτικό επίπεδο χρήσης
social attitudeκοινωνική στάση
social contextκοινωνικές συνθήκες
social groupκοινωνική ομάδα
social mediaμέσα κοινωνικής δικτύωσης
social normκοινωνική νόρμα
social statusκοινωνική θέση
social stratificationκοινωνική διαστρωμάτωση
social structureκοινωνική δομή
socially unacceptable termκοινωνικά μη αποδεκτός όρος
socially unacceptable text typeκοινωνικά μη αποδεκτός κειμενικός τύπος
societal distributionκοινωνική κατανομή
sociolinguistκοινωνιογλωσσολόγος
sociolinguisticsκοινωνιογλωσσολογία
softwareλογισμικό
source languageγλώσσα-πηγή
source of borrowingsπηγή δανείων
special languageειδική γλώσσα
specialized communicationεξειδικευμένη επικοινωνία
spoken registerπροφορικό επίπεδο χρήσης
spoken textεκφωνούμενο κείμενο
spontaneous speechαυθόρμητος λόγος
Standard Englishπρότυπη αγγλική
standard languageπρότυπη γλώσσα
strong indicatorισχυρός δείκτης
structural criterion for linguistic variationδομικό κριτήριο γλωσσικής ποικιλότητας
style guideοδηγός σύνταξης
styleύφος
subclauseδευτερεύουσα πρόταση
subject-specific grammarγραμματική είδια του θέματος
subordinateυφιστάμενος
subregisterυποεπίπεδο χρήσης
superiorπροϊστάμενος, προϊσταμένη
surnameεπώνυμο
swear wordβρισιά
taboo registerεπίπεδο χρήσης ταμπού
taboo wordλέξη ταμπού
tagσημαντήρας, ετικέτα
taggingσήμανση, ανάρτηση ετικέτας
target languageγλώσσα-στόχος
teaching of foreign languagesδιδασκαλία ξένων γλωσσών
technical communicationτεχνική επικοινωνία
technical registerτεχνικό επίπεδο χρήσης, ειδικό επίπεδο χρήσης
technical terminologyτεχνική ορολογία
technical vocabularyτεχνικό λεξιλόγιο
technologistτεχνολόγος
term formationσχηματισμός όρων
terminology database, termbaseβάση ορολογικών δεδομένων
terminology planningορολογικός σχεδιασμός
terminology workορολογική εργασία
text typeκειμενικός τύπος
themeθέμα
theoretical level of languageθεωρητικό επίπεδο γλώσσας
top of a vertical continuum of language registersκορυφή ενός κατακόρυφου συνεχούς επιπέδων χρήσης
traditional dictionaryπαραδοσιακό λεξικό
trance registerεκστασιακό επίπεδο χρήσης
translation environmentμεταφραστικό περιβάλλον
translation memory systemσύστημα μεταφραστικής μνήμης
translation memoryμεταφραστική μνήμη
translation workμεταφραστική εργασία
translationμετάφραση
translator trainingκατάρτιση μεταφραστών
type of situationείδος (επικοινωνιακής) περίστασης
typology of language registersτυπολογία των επιπέδων χρήσης
verbal repertoireλεκτικό ρεπερτόριο
vertical continuum of language registersκατακόρυφο συνεχές επιπέδων χρήσης
vertical high to lowκατακόρυφο συνεχές από το
very high level of research and developmentπολύ υψηλό επίπεδο έρευνας και ανάπτυξης
vocabulary differenceλεξιλογική διαφορά
vocabulary itemλεξιλογικό στοιχείο
vulgar registerχυδαίο επίπεδο χρήσης
widespread acceptanceγενική αποδοχή
work of fictionέργο μυθοπλασίας
written registerγραπτό επίπεδο χρήσης
written textγραπτό κείμενο
« Last Edit: 04 Apr, 2023, 13:57:32 by spiros »


 

Search Tools