Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων της Τεχνικής Έκθεσης «Τυπολογία των επιπέδων χρήσης της γλώσσας»
English | Greek |
‘high’ language | «υψηλή» γλώσσα |
‘high’ variety | «υψηλή» ποικιλία |
‘low’ language | «χαμηλή» γλώσσα |
‘low’ variety | «χαμηλή» ποικιλία |
academic discourse | ακαδημαϊκός λόγος |
academic level of language | ακαδημαϊκό επίπεδο γλώσσας |
academic register | ακαδημαϊκό επίπεδο χρήσης |
accent | ιδιοπροφορά, προφορά, αξάν |
accepted standard | αποδεκτό πρότυπο |
active teaching | ενεργητική διδασκαλία |
addressee | δέκτης |
addresser | πομπός |
addressing people | προσφώνηση προσώπων |
adverb | επίρρημα |
affix | πρόσφυμα |
affixoid | προσφυματοειδές |
agent | λογικό υποκείμενο |
air quotes | νοερά εισαγωγικά |
antepenultimate stress | τονισμός στην προπαραλήγουσα |
archaic register | αρχαιοπρεπές επίπεδο χρήσης |
archaic use | αρχαΐζουσα χρήση |
assignation of gender | απόδοση γένους |
auxiliary verb | βοηθητικό ρήμα |
bench-level register | επίπεδο χρήσης των εμπειροτεχνών, μαστορικό επίπεδο χρήσης |
bench-level terminology | μαστορική ορολογία |
bilingual society | δίγλωσση κοινότητα |
borrowed phrase | δάνεια φράση |
borrowed technical term | δάνειος τεχνικός όρος |
borrowed word | δάνεια λέξη |
borrowing | δάνειο |
bottom of a vertical continuum of language registers | βάση ενός κατακόρυφου συνεχούς επιπέδων χρήσης |
break in the continuum of language registers | ρήγμα στο συνεχές των επιπέδων χρήσης |
business circles | επιχειρηματικοί κύκλοι |
casual level of politeness | χαλαρό επίπεδο ευγένειας |
casual register | χαλαρό επίπεδο χρήσης |
casual situation | χαλαρή (επικοινωνιακή) περίσταση |
change of stress placement | μετατόπιση του τόνου |
change to orthography | ορθογραφική αλλαγή |
clear and plain language | απλή και κατανοητή γλώσσα |
clear and simple communication | απλή και κατανοητή επικοινωνία |
code (of practice) for language registers | κώδικας πρακτικής για επίπεδα χρήσης |
code switching | εναλλαγή κωδίκων |
colloquial register | καθημερινό επίπεδο χρήσης |
common register | κοινό επίπεδο χρήσης |
community of practice | κοινότητα πρακτικής |
company document | εταιρικό έγγραφο |
complex sentence | σύνθετη πρόταση |
computational management | υπολογιστική διαχείριση |
computational method | υπολογιστική μέθοδος |
computer-mediated control | έλεγχος μέσω υπολογιστή |
conformity | συμμόρφωση |
conjugation | κλίση (ρἠματος) |
conjunction | σύνδεσμος |
conservative grammatical feature | συντηρητικό γραμματικό χαρακτηριστικό |
conservative linguistic feature | συντηρητικό γλωσσικό χαρακτηριστικό |
consistency of language register | συνέπεια στο επίπεδο χρήσης |
consonant cluster | σύμπλεγμα συμφώνων |
consultative register | συμβουλευτικό επίπεδο χρήσης |
contact language | γλώσσα επαφής |
continuum (pl. continua) | συνεχές |
continuum of language registers | συνεχές των επιπέδων χρήσης |
continuum | υψηλότερο στο χαμηλότερο |
controlled language | ελεγχόμενη γλώσσα |
convention | σύμβαση |
creation of technical terms | δημιουργία τεχνικών όρων |
cultural context | πολιτισμικό πλαίσιο |
customer | πελάτης, πελάτισσα |
customer/server relationship | σχέση πελάτη–παρόχου |
Data Category Repository, DatCatInfo | Αποθετήριο Κατηγοριών Δεδομένων, DatCatInfo |
declension | κλίση (ονόματος ή αντωνυμίας) |
degree of formality | βαθμός επισημότητας |
deprived background | ελλιπές υπόβαθρο |
derivational affix | παραγωγικό πρόσφυμα |
descriptive dictionary | περιγραφικό λεξικό |
descriptive environment | περιγραφικό περιβάλλον |
descriptive language register | περιγραφικό επίπεδο χρήσης |
descriptor | περιγραφέας |
dialect register | διαλεκτικό επίπεδο χρήσης |
dialect | διάλεκτος |
diglossia | κοινωνική διγλωσσία |
diglossic register | επίπεδο χρήσης κοινωνικής διγλωσσίας |
diglossic situation | (επικοινωνιακή) περίσταση κοινωνικής διγλωσσίας |
diglossic variety | ποικιλία κοινωνικής διγλωσσίας |
diplomatic circles | διπλωματικοί κύκλοι |
discoursal-semantic pattern | κειμενικο-σημασιολογικό μοτίβο |
domain loss | απώλεια θεματικού πεδίου |
domain of law | νομικός τομέας |
domain | θεματικό πεδίο, τομέας |
domain-specific register | επίπεδο χρήσης είδιο ως προς το θεματικό πεδίο |
domain-specific technical term | τεχνικός όρος είδιος ως προς το θεματικό πεδίο |
dominant language | κυρίαρχη γλώσσα |
East Asian language | ανατολικοασιατική γλώσσα |
educated speaker | μορφωμένος ομιλητής, μορφωμένη ομιλήτρια |
elegant speech (Japanese) | κομψός λόγος (ιαπωνικά) |
email register | επίπεδο χρήσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου |
engineering register | επίπεδο χρήσης των μηχανικών |
environment | περιβάλλον |
event of language use | συμβάν γλωσσικής χρήσης |
external criterion for linguistic variation | εξωτερικό κριτήριο γλωσσικής ποικιλότητας |
extremely informal register | άκρως ανεπίσημο επίπεδο χρήσης |
facetious register | εξυπνακίστικο επίπεδο χρήσης |
familiar register | οικείο επίπεδο χρήσης |
familiar situation | οικεία (επικοινωνιακή) περίσταση |
film script | σενάριο ταινίας |
first name | μικρό όνομα |
folk etymology | παρετυμολογία |
formal form of address | επίσημος τύπος προσφώνησης |
formal grammatical feature | επίσημο γραμματικό χαρακτηριστικό |
formal lexical item | επίσημο λεξικό στοιχείο |
formal marker | τυπικός δείκτης |
formal register | επίσημο επίπεδο χρήσης, τυπικό επίπεδο χρήσης |
formal speech | επίσημος λόγος |
formal stem | επίσημο θέμα |
formal to informal continuum | συνεχές από το επίσημο στο ανεπίσημο |
formality axis | άξονας επισημότητας |
formality scale | κλίμακα επισημότητας |
formality/informality axis | άξονας επισημότητας/ανεπισημότητ ας |
formal-polite register (Korean) | επίσημο-ευγενικό επίπεδο χρήσης (κορεάτικα) |
fossilized expression | απολιθωμένη έκφραση |
frequency of use | συχνότητα χρήσης |
frozen or static register | παγιωμένο επίπεδο χρήσης, στατικό επίπεδο χρήσης |
full name | ονοματεπώνυμο |
general consensus | γενική συναίνεση |
general text | γενικό κείμενο |
genre | γραμματειακό είδος |
geographic designation | γεωγραφικός χαρακτηρισμός |
geographic language variant | γεωγραφική γλωσσική παραλλαγή |
geographical distribution | γεωγραφική κατανομή |
gesture | χειρονομία |
grammar feature | γραμματικό χαρακτηριστικό |
grammatical feature | γραμματικό χαρακτηριστικό |
grammatical form | γραμματικός τύπος |
grammatical marker | γραμματικός δείκτης |
grammatical norm | γραμματική νόρμα |
hierarchy of registers | ιεραρχία επιπέδων χρήσης |
high register | υψηλό επίπεδο χρήσης |
high to low continuum | συνεχές από το υψηλό στο χαμηλό |
highly stratified community | κοινότητα με έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση |
high-status language | γλώσσα υψηλού κύρους |
historical document | ιστορικό κείμενο |
homogeneous subset | ομοιογενές υποσύνολο |
honorific form of address | τιμητικός τύπος προσφώνησης |
honorific prefix | τιμητικό πρόθημα |
honorific register | τιμητικό επίπεδο χρήσης |
honorific | τιμητική προσφώνηση |
honorific/humble level of | τιμητικό/ταπεινό επίπεδο |
horizontal most formal to least formal continuum | οριζόντιο συνεχές από το πιο επίσημο στο πιο ανεπίσημο |
host language | γλώσσα υποδοχής |
humble form of address | ταπεινός τύπος προσφώνησης |
humorous register | χιουμοριστικό επίπεδο χρήσης |
impersonal pronoun | απρόσωπη αντωνυμία |
inconsistency of language register | ασυνέπεια στο επίπεδο χρήσης |
indicator of formality | δείκτης επισημότητας |
individual language | ξεχωριστή γλώσσα |
individual | άτομο |
inflectional form | κλιτὀς τύπος |
inflectional suffix | κλιτικό επίθημα |
informal affix | ανεπίσημο πρόσφυμα |
informal grammatical feature | ανεπίσημο γραμματικό χαρακτηριστικό |
informal lexical item | ανεπίσημο λεξικό στοιχείο |
informal register | ανεπίσημο επίπεδο χρήσης, μη τυπικό επίπεδο χρήσης |
informal situation | ανεπίσημη (επικοινωνιακή) περίσταση |
in-house register | ενδοεταιρικό επίπεδο χρήσης |
in-house terminology | ενδοεταιρική ορολογία |
innovative grammatical feature | νεωτεριστικό γραμματικό χαρακτηριστικό |
innovative linguistic feature | νεωτεριστικό γλωσσικό χαρακτηριστικό |
instant messaging | στιγμιαία μηνυματοδοσία, άμεση ανταλλαγή μηνυμάτων |
intended audience | σκοπούμενο κοινό |
internal linguistic characteristic | εσωτερικό γλωσσικό χαρακτηριστικό |
international youth slang | διεθνής αργκό των νέων |
intimate register | εξαιρετικά οικείο επίπεδο χρήσης |
ironic register | ειρωνικό επίπεδο χρήσης |
irony | ειρωνεία |
language category | γλωσσική κατηγορία |
language community | γλωσσική κοινότητα |
language level | γλωσσικό επίπεδο |
language register, register | επίπεδο χρήσης, επίπεδο ύφους |
language resource | γλωσσικός πόρος |
language use | γλωσσική χρήση |
language variant | γλωσσική παραλλαγή |
language variety | γλωσσική ποικιλία |
Latin borrowing | λατινικό δάνειο, δάνειο από τα λατινικά |
learned environment | περιβάλλον υψηλού μορφωτικού επιπέδου |
lecture | διάλεξη |
legal document | νομικό κείμενο |
legal register | νομικό επίπεδο χρήσης |
level of politeness | επίπεδο ευγένειας |
lexical item | λεξικό στοιχείο |
lexical marker | λεξικός δείκτης |
lexical norm | λεξική νόρμα |
lexico-grammatical | λεξικογραμματικό μοτίβο |
lexicographic description | λεξικογραφική περιγραφή |
lexicography | λεξικογραφία |
linguist | γλωσσολόγος |
linguistic characteristic | γλωσσικό χαρακτηριστικό |
linguistic marker of language register | γλωσσικός δείκτης επιπέδου χρήσης |
linguistic marker | γλωσσικός δείκτης |
linguistic pattern | γλωσσικό μοτίβο |
linguistic purism | γλωσσική καθαρολογία |
linguistic theorist | θεωρητικός της γλώσσας |
linking phrase | συνδετική φράση |
literary borrowing | λόγιο δάνειο |
literary register | λογοτεχνικό επίπεδο χρήσης |
literary theorist | θεωρητικός της λογοτεχνίας |
literary work | λογοτεχνικό έργο |
low register | χαμηλό επίπεδο χρήσης |
management of translation memories | διαχείριση μεταφραστικών μνημών |
mappable common scientific discourse | αντιστοιχίσιμος κοινός επιστημονικός λόγος |
marker of formality/informality | δείκτης επισημότητας/ανεπισημότητ ας |
marker | δείκτης |
medical register | ιατρικό επίπεδο χρήσης |
metadata schema | σχήμα μεταδεδομένων |
middle register | μεσαίο επίπεδο χρήσης |
mixed language registers | ανάμεικτα επίπεδα χρήσης |
morpheme | μόρφημα |
morphological system | μορφολογικό σύστημα |
motherese, baby talk | μαμαδίστικα, μπεμπεκίστικα |
multifaceted description | πολύπλευρη περιγραφή |
multilingual society | πολύγλωσση κοινότητα |
multiword unit | πολυλεκτική μονάδα |
neutral register, standard register | ουδέτερο επίπεδο χρήσης, πρότυπο επίπεδο χρήσης |
non-geographic language variant | μη γεωγραφική γλωσσική παραλλαγή |
non-linguistic signal | εξωγλωσσικό σήμα |
non-neutral register | μη ουδέτερο επίπεδο χρήσης |
non-royal person | μη βασιλικό πρόσωπο |
non-technical register | μη τεχνικό επίπεδο χρήσης |
noun compound | σύνθετο ουσιαστικό |
novel | μυθιστόρημα |
offence | προσβολή |
official situation | επίσημη (επικοινωνιακή) περίσταση |
online communication | επιγραμμική επικοινωνία |
oral text | προφορικό κείμενο |
paraphrase | παραφράζω |
passive construction | παθητική σύνταξη |
pattern | |
peer group solidarity | αλληλεγγύη μεταξύ των μελών μιας ομάδας |
penultimate stress | τονισμός στην παραλήγουσα |
periphrastic verb form | περιφραστικός ρηματικός τύπος |
permissible value | επιτρεπτή τιμή |
phonological marker | φωνολογικός δείκτης |
plain English | απλά αγγλικά |
plain language register | απλό επίπεδο χρήσης |
polarized duality of high and low | πολωμένη δυαδικότητα υψηλού–χαμηλού |
polite form of address | ευγενικός τύπος προσφώνησης |
polite level | ευγενικό επίπεδο |
polite register (Korean) | ευγενικό επίπεδο χρήσης (κορεάτικα) |
politeness | ευγένεια |
politeness | ευγένειας |
polyhierarchical description | πολυϊεραρχική περιγραφή |
prefabricated expression | στερεότυπη έκφραση |
prepared speech | προσχεδιασμένη ομιλία |
preposition | πρόθεση |
prescribed use of language | ρυθμισμένη χρήση της γλώσσας |
prescription | ρύθμιση |
prescriptive environment | ρυθμιστικό περιβάλλον |
prescriptive language register | ρυθμιστικό επίπεδο χρήσης |
profane term | υβριστικός όρος |
profane text type | υβριστικός κειμενικός τύπος |
profanity | βωμολοχία, βρισιά |
professional group | επαγγελματική ομάδα |
professional setting | επαγγελματικό περιβάλλον |
professional | επαγγελματίας |
public address | δημόσια αναγγελία |
publicity leaflet | διαφημιστικό φυλλάδιο |
publishing environment | εκδοτικό περιβάλλον |
range of language registers | φάσμα των επιπέδων χρήσης |
ranking of politeness | διαβάθμιση ευγένειας |
regional language variant | τοπική παραλλαγή γλώσσας, τοπική γλωσσική παραλλαγή |
register label | ένδειξη του επιπέδου χρήσης |
register switch marker | δείκτης εναλλαγής επιπέδου χρήσης |
relative pronoun | αναφορική αντωνυμία |
religious register | θρησκευτικό επίπεδο χρήσης |
report | έκθεση |
rich hierarchy of registers | πλούσια ιεραρχία επιπέδων χρήσης |
royal court | βασιλική αυλή |
royal person | βασιλικό μέλος |
royal register (Thai) | βασιλικό επίπεδο χρήσης (ταϊλανδέζικα) |
royal register | βασιλικό επίπεδο χρήσης |
safe indicator | δείκτης ασφαλούς |
sarcasm | σαρκασμός |
satire | διακωμώδηση, σάτιρα |
scientific register | επιστημονικό επίπεδο χρήσης |
scientific subregister | επιστημονικό υποεπίπεδο χρήσης |
scientific text | επιστημονικό κείμενο |
scientist | επιστήμονας |
second language learning | εκμάθηση δεύτερης γλώσσας |
second language teaching | διδασκαλία δεύτερης γλώσσας |
second person plural form of address | τύπος προσφώνησης στο δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού |
second person singular form of address | τύπος προσφώνησης στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού |
semi-formal register, formal-lateral register (Korean) | ημιεπίσημο επίπεδο χρήσης (κορεάτικα) |
sentence complexity | πολυπλοκότητα πρότασης |
sentence length | μήκος πρότασης |
serious situation | σοβαρή (επικοινωνιακή) περίσταση |
sermon | κήρυγμα |
shop term | όρος της πιάτσας |
shortened form | συντομευμένη μορφή |
simplified language | απλοποιημένη γλώσσα |
simplified natural language | απλοποιημένη φυσική γλώσσα |
situation of convergence | περίπτωση σύγκλισης |
situation of divergence | περίπτωση απόκλισης |
situation | (επικοινωνιακή) περίσταση |
slang register | αργκοτικό επίπεδο χρήσης |
social attitude | κοινωνική στάση |
social context | κοινωνικές συνθήκες |
social group | κοινωνική ομάδα |
social media | μέσα κοινωνικής δικτύωσης |
social norm | κοινωνική νόρμα |
social status | κοινωνική θέση |
social stratification | κοινωνική διαστρωμάτωση |
social structure | κοινωνική δομή |
socially unacceptable term | κοινωνικά μη αποδεκτός όρος |
socially unacceptable text type | κοινωνικά μη αποδεκτός κειμενικός τύπος |
societal distribution | κοινωνική κατανομή |
sociolinguist | κοινωνιογλωσσολόγος |
sociolinguistics | κοινωνιογλωσσολογία |
software | λογισμικό |
source language | γλώσσα-πηγή |
source of borrowings | πηγή δανείων |
special language | ειδική γλώσσα |
specialized communication | εξειδικευμένη επικοινωνία |
spoken register | προφορικό επίπεδο χρήσης |
spoken text | εκφωνούμενο κείμενο |
spontaneous speech | αυθόρμητος λόγος |
Standard English | πρότυπη αγγλική |
standard language | πρότυπη γλώσσα |
strong indicator | ισχυρός δείκτης |
structural criterion for linguistic variation | δομικό κριτήριο γλωσσικής ποικιλότητας |
style guide | οδηγός σύνταξης |
style | ύφος |
subclause | δευτερεύουσα πρόταση |
subject-specific grammar | γραμματική είδια του θέματος |
subordinate | υφιστάμενος |
subregister | υποεπίπεδο χρήσης |
superior | προϊστάμενος, προϊσταμένη |
surname | επώνυμο |
swear word | βρισιά |
taboo register | επίπεδο χρήσης ταμπού |
taboo word | λέξη ταμπού |
tag | σημαντήρας, ετικέτα |
tagging | σήμανση, ανάρτηση ετικέτας |
target language | γλώσσα-στόχος |
teaching of foreign languages | διδασκαλία ξένων γλωσσών |
technical communication | τεχνική επικοινωνία |
technical register | τεχνικό επίπεδο χρήσης, ειδικό επίπεδο χρήσης |
technical terminology | τεχνική ορολογία |
technical vocabulary | τεχνικό λεξιλόγιο |
technologist | τεχνολόγος |
term formation | σχηματισμός όρων |
terminology database, termbase | βάση ορολογικών δεδομένων |
terminology planning | ορολογικός σχεδιασμός |
terminology work | ορολογική εργασία |
text type | κειμενικός τύπος |
theme | θέμα |
theoretical level of language | θεωρητικό επίπεδο γλώσσας |
top of a vertical continuum of language registers | κορυφή ενός κατακόρυφου συνεχούς επιπέδων χρήσης |
traditional dictionary | παραδοσιακό λεξικό |
trance register | εκστασιακό επίπεδο χρήσης |
translation environment | μεταφραστικό περιβάλλον |
translation memory system | σύστημα μεταφραστικής μνήμης |
translation memory | μεταφραστική μνήμη |
translation work | μεταφραστική εργασία |
translation | μετάφραση |
translator training | κατάρτιση μεταφραστών |
type of situation | είδος (επικοινωνιακής) περίστασης |
typology of language registers | τυπολογία των επιπέδων χρήσης |
verbal repertoire | λεκτικό ρεπερτόριο |
vertical continuum of language registers | κατακόρυφο συνεχές επιπέδων χρήσης |
vertical high to low | κατακόρυφο συνεχές από το |
very high level of research and development | πολύ υψηλό επίπεδο έρευνας και ανάπτυξης |
vocabulary difference | λεξιλογική διαφορά |
vocabulary item | λεξιλογικό στοιχείο |
vulgar register | χυδαίο επίπεδο χρήσης |
widespread acceptance | γενική αποδοχή |
work of fiction | έργο μυθοπλασίας |
written register | γραπτό επίπεδο χρήσης |
written text | γραπτό κείμενο |