Caucasian female (CF) → καυκάσια γυναίκα, καυκασιανή γυναίκα, λευκή γυναίκα

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856564
    • Gender:Male
  • point d’amour
Caucasian male (CM) → καυκάσιος άνδρας, καυκάσιος ανήρ, καυκάσιος άντρας, λευκός άνδρας, λευκός άντρας, άνδρας λευκής φυλής, άντρας λευκής φυλής, καυκασιανός άνδρας, καυκασιανός ανήρ, καυκασιανός άντρας

Caucasian female (CF) → καυκάσια γυναίκα, καυκασιανή γυναίκα, λευκή γυναίκα
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools