climato-sceptique → κλιματοσκεπτικιστής, κλιματοσκεπτικίστρια, κλιματικός σκεπτικιστής, κλιματική σκεπτικίστρια, κλιματοσκεπτικιστικός, σκεπτικιστής σχετικά με την κλιματική αλλαγή, σκεπτικίστρια σχετικά με την κλιματική αλλαγή
spiros ·
1 · 86