copy → αντίγραφο, αντίτυπο, υλικό, απομίμηση, απόσπασμα κτηματολογίου, διαφήμιση έτοιμη για εκτύπωση, είδηση, έτοιμο για στοιχειοθεσία, θέμα άρθρου, θέμα δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, κείμενο, κείμενο για δημοσίευση, κείμενο διαφήμισης, κείμενο έτοιμο για στοιχειοθεσία, κομμάτι, κόπια, λαβράκι, παράδειγμα, πρότυπο, φύλλο, φωτοτυπία, φωτοαντίγραφο, φωτοκόπια, χειρόγραφο, αντιγράφω, αντιγράφω σε διαφανές μέσο, απομιμούμαι, κοπιάρω, μιμούμαι, ξαναγράφω σε άλλη επιφάνεια, ξεπατικώνω, ξεσηκώνω, πιθηκίζω, μιμούμαι, φωτοτυπώ, φωτοκοπιάρω, βγάζω φωτοτυπία, βγάζω φωτοκόπια
Swain ·
4 · 292