τυλίγω σε μια κόλλα χαρτί → drown in lawsuits, inundate with lawsuits, bury in lawsuits, suit the hell out of one, paper whip, pencil-whip, pencil whip

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 855524
    • Gender:Male
  • point d’amour
τυλίγω σε μια κόλλα χαρτί → bury in lawsuits

pencil-whip
(US prison, also paper whip) of a prisoner, to file a lawsuit or a grievance.
pencil, n. — Green’s Dictionary of Slang
pencil whip - Wiktionary

κόλλα, η,    ουσ. [<ιταλ. colla <αρχ. κόλλα], η κόλλα· φύλλο χαρτιού: «δώσε μου μια κόλλα να γράψω κάτι που θέλω»·
δίνω άσπρη κόλλα βλ. συνηθέστ. δίνω λευκή κόλλα·
– δίνω λευκή κόλλα, (για διαγωνιζόμενους μαθητές, σπουδαστές) δε γράφω τίποτα στο μάθημα στο οποίο διαγωνίζομαι: «δε διάβασα καθόλου τα θέματα που έβαλαν κι αναγκάστηκα να δώσω λευκή κόλλα»·
θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον μπλέξουμε με τα δικαστήρια και πως θα ταλαιπωρηθεί πολύ μέχρι να ξεμπλέξει: «αν εξακολουθήσεις να δημιουργείς προβλήματα στην πολυκατοικία μας, θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί κι άντε ύστερα να ξεμπερδέψεις». Από το ότι στα δικαστήρια χρονίζουν οι υποθέσεις και αυτός ο οποίος είναι μπλεγμένος, ταλαιπωρείται για πολύ καιρό·
πάρε κόλλα και γράφε, είναι δύσκολη η κατάσταση, είναι περίπου χαμένη η υπόθεση: «όπως τα 'κανες τα πράγματα, πάρε κόλλα και γράφε». Από την εικόνα του ατόμου που προαισθάνεται το τέλος του και γράφει σε μια κόλλα χαρτί τη διαθήκη του·
τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, τον έμπλεξαν σε μια υπόθεση, ιδίως δικαστική, που σίγουρα θα τη χάσει και θα πληρώσει, θα τιμωρηθεί: «πήγε και μάλωσε με τους μπάτσους κι αυτοί τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί κι ακόμα τραβιέται»·
τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί, τον ξεγέλασε, τον εξαπάτησε: «του μιλούσε συνέχεια για επιχειρήσεις, ώσπου τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί και του 'φαγε τα λεφτά».
Γεώργιος Κάτος: Λεξικό της λαϊκής​ και της περιθωριακής γλώσσας 
« Last Edit: 20 Jan, 2023, 15:44:23 by spiros »


 

Search Tools