pass off → επισυμβαίνω, παρέρχομαι, εξαφανίζομαι, εμφανίζω ως, προβάλλω ως, δίνω ψεύτικο χαρακτήρα, παριστάνω άλλον, πουλώ με σκοπό το ξεγέλασμα

 

Search Tools