λάθε βιώσας (lathe biōsas) → live secretly, get through life without drawing attention to yourself
Γεια σας, παιδία.
Εγώ είμαι νέος σε αυτό το μέρος. Έρχομαι από τη Σλοβενία, και ασχολήθηκα με τα Νεοελληνικά και λίγο με τα Αρχαία, μη διαβάζοντας σχεδόν τίποτα έπι χρόνια. (Έκανα λίγο Λατινικά, και Ρωσσικά).
Και τώρα θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση.
ΒΙΩΣΑΣ, δηλαδή βιώσας μεταφράζεται σαν προστακτική, ενώ όπως φαντάζομαι στην κυριολεξία κατά τη γραμματική φόρμα είναι αόριστος, αρσενικός, σε ενικό. Σωστό λεω;