Σταύρος Ζαφειρίου, Το ταξίδι του αίματος
IV.
[Ο φόβος.
Μια κάρτα ακόμη στην αρκάνα του ομοίου.]
Τούτος ο αντίλαλος της επικής κραυγής [έτσι είπε]
που υμνωδεί τη σιγασμένη σάρκα,
τούτο το πλήρες μέλλοντος βλέμμα των νικητών∙
τρόπος για ν’ αποκαλυφθεί η απερίφραστη λογική μιας αλήθειας,
μιας αρχής που γεμίζει με δύναμη τον ορίζοντα.
[εκείνη τη δύναμη –έτσι είπε– που τραβά τον ζυγό του μεγέθους της,
εκπληρώνοντας το ισοδύναμο μεγαλείο του χρέους.
Δεν θα επιστρέψουν οι μάσκες πίσω στη μνήμη τους
ούτε η στάχτη τα επιστήθια των άστρων∙
ξυρισμένα κρανία, χέρια που οικοδομούν τις πυραμίδες του φόβου τους,1
που στοιχίζουν τις πυραμίδες του φόβου τους σε μιαν έρημο θάλλουσα από αιθέριες φούγκες,2
μέχρι να γίνει ο φόβος τους ο φόβος που σας ανήκει,
ο φόβος μιας μάχης που αρχίζει εκεί όπου τελειώνει ένας πόλεμος.
Ένας πόλεμος, λέτε, είναι ο τρόπος που δίνεστε ο ένας στον άλλο
η προσφορά και η μύηση του ενός στη μετέχουσα ιδέα του άλλου∙
είναι ο τρόπος ν’ αλλάζουν τη θέση τους τα σώματά σας,
ν’ αλλάζει ό,τι έγινε με αυτό που του ορίζεται να είναι.
Ποιος απ’ τους δυο φοβάται περισσότερο;
Παραταγμένοι οι μεν απέναντι στις όχθες των δε
–δεν υπάρχει πια το ποτάμι ανάμεσά σας,
παρά μονάχα το σιντριβάνι που απόμεινε
με τον χορό σε κύκλο των παιδιών,
παρά μονάχα τα εξαρθρωμένα μέλη της κούκλας
που τραυλίζει ακόμα το πάνινο κλάμα της,
τη φοβερή προσωδία της επιούσιας άτης–
κάτω από χαμηλές φωνές που μοιράζουν τον θάνατο,
που διευθετούν τον θάνατο στις μερίδες της τελεσίγραφης γλώσσας,
υπακούοντας μόνο στη διαταγή που τους δόθηκε:
ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ3
μόνον αυτό∙
και μονάχα το φάσμα του φόβου που τους ανήκει,
το φάσμα που βλέπει στον φόβο τους την εκδοχή της τελικής τους δόξας [έτσι είπε].
Ποιος από σας φοβάται περισσότερο;
Μια χούφτα στόμφου είναι η απορία σας,
ο σταυρός που οι λεπίδες του αγκυλώνουν στον χάρτη,
η νέα εικόνα του κόσμου σας που υπάρχει
δίχως να επαναλαμβάνεται ποτέ.
Σημειώσεις του ποιητή:
1. Το ένστικτο του φόβου, τοπίο ενός ασύμπτωτου κόσμου, με την ύπαρξη να αγνοεί την αιτία και την κατεύθυνσή της∙ με το πριν ή το μετά της εμπειρίας να ορίζει το ηθικό πρόθεμα της συνείδησης.
2. Θα ήθελα να παραθέσω ολόκληρη τη Φούγκα του θανάτου, του Τσέλαν, ωστόσο θα πρέπει να αρκεστώ στον, εδώ απηχώντα, παλλίλογο στίχο: «σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ’ναι στριμωχτά» (εκδ. Νεφέλη, μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου).
3. Ούτε ένα βήμα πίσω. Ο Βόλγας έχει μόνο μία όχθη: Η διαταγή του Στάλιν για την υπεράσπιση του Στάλινγκραντ, όπου περισσότεροι από 1.500.000 Γερμανοί και Σοβιετικοί έχασαν τη ζωή τους κατά την εξάμηνη διάρκεια των μαχών, από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943.
[Ο Βόνεγκατ δεν μου έδωσε κάτι. Το Δημοτικό Σφαγείο, ως χώρος κράτησης Βρετανών και Αμερικανών αιχμαλώτων πολέμου, όντως υπήρχε στη Δρέσδη, αλλά ο Βόνεγκατ μετατοπίζει διαρκώς το κέντρο της αφήγησής του, με αποτέλεσμα ο λόγος του να γίνεται εκδοχή. Βρήκα όμως κάπου να έχω σημειώσει μια φράση που ελέγχεται για την απλούστευσή της: «Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης ήταν ένα έργο τέχνης: ένας πύργος καπνού και φλόγας για να εορταστεί η οργή και η θλίψη τόσων ανθρώπων που είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται από την απερίγραπτη απληστία και ματαιοδοξία και σκληρότητα των Γερμανών.»
Διάβασα, ωστόσο, το βιβλίο του Ίρβινγκ (εκδ. Ιωλκός, μτφ. Παντελής Μούτουλας). Δεν είχε πέσει στα χέρια μου τίποτε άλλο δικό του, με ξάφνιασε όμως η απουσία αναφορών στη θηριωδία του Ράιχ. Ακόμη και το Άουσβιτς το προσπερνά σε δύο γραμμές, χαρακτηρίζοντάς το απλώς «στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και διαμετακόμισης (sic) κρατουμένων». Αντιθέτως, δεν με ξάφνιασε καθόλου το αντισοβιετικό του σύνδρομο, που το εκδηλώνει με κάθε ευκαιρία.
Υπογράμμισα ορισμένα σημεία, κυρίως μαρτυρίες επιζώντων και ντοκουμέντα.
Μαρτυρία Πολωνής αιχμάλωτης:
Τότε ακούσαμε αυτό το μακρινό μπουμπουνητό, σαν έκρηξη, και καταλάβαμε ότι κάτι συνέβαινε. Ήμασταν πολύ χαρούμενες... Τρέξαμε όλες στο παράθυρο και είδαμε το πιο εντυπωσιακό θέαμα που έχω δει στη ζωή μου. Ήταν κάτι σαν εκπληκτικά πυροτεχνήματα, όλα πολύχρωμα. Συνεχίστηκε όλη νύχτα, ήταν θαλασσιά και κίτρινα και πράσινα και ασφαλώς για μας ήταν όμορφο θέαμα. Ήταν μια εκπληκτική ευκαιρία να χαρούμε.
Διαπίστωσα ότι το τσίρκο Σαρρασάνι δεν είναι μυθιστορηματικό εφεύρημα του Βάλζερ. Υπήρχε στ’ αλήθεια στην απέναντι όχθη του Έλβα, και στ’ αλήθεια δραπέτευσαν ζώα από αυτό.
Μαρτυρία Γερμανού αξιωματικού:
Το πρώτο ον που είδα μπαίνοντας στην πόλη δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ένα μεγάλο λάμα. Προφανώς το είχε σκάσει από το τσίρκο.
Σε άλλο σημείο αναφέρεται και κάποιο λιοντάρι που δραπέτευσε και, ακολουθώντας τη μυρωδιά του αίματος, περιφερόταν στο νεκροταφείο, όπου τρεφόταν με τα άταφα ακόμη πτώματα.
Όμως ο Βάλζερ, με μια κυριολεκτικά μεταεδεμική σύλληψη, τοποθετεί το λιοντάρι εντός του φαινόμενου κόσμου, μέσα δηλαδή στη γνώση και τον φόβο του θανάτου, αλλοιώνοντας, ωστόσο, με τον τρόπο αυτό τη φύση και την πραγματικότητα των ενστίκτων του.
Πεινασμένο, βίαιο, μοναχικό, άθεο: αυτό θέλει η βούληση του λιονταριού για τον εαυτό του (Νίτσε).
Βέβαια, για όλα τούτα τα ζώα που δραπέτευσαν, είτε από το τσίρκο είτε από τον ζωολογικό κήπο της πόλης, δόθηκε διαταγή στους πολιτοφύλακες να τα εκτελούν επιτόπου.
Ο αδέξιος χορός του λιονταριού
άδεια πατήματα στην τονική των μέτρων.
Απόσπασμα από την έκθεση του αστυνομικού διευθυντή της Δρέσδης:
Έως και το βράδυ της 20ής Μαρτίου 1945, είχαν ανασυρθεί 202.040 νεκροί, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Πρέπει να υπολογίζουμε ότι το σύνολο θα φτάσει τις 250.000. Μόνο το 30% των νεκρών μπορεί να αναγνωριστεί (...) Επειδή η απομάκρυνση των νεκρών δεν μπορούσε να γίνει αρκετά γρήγορα, αποτεφρώθηκαν 68.650 πτώματα και η τέφρα τους μεταφέρθηκε σε νεκροταφείο. Καθώς οι φήμες υπερβαίνουν κατά πολύ την πραγματικότητα, επιτρέπεται να δημοσιευτούν αυτά τα στοιχεία.
Ανταπόκριση Αμερικανού δημοσιογράφου στο Associated Press:
Οι Σύμμαχοι Αρχηγοί της Αεροπορίας αποφάσισαν, όπως από καιρό αναμενόταν, να πραγματοποιήσουν προμελετημένους βομβαρδισμούς γερμανικών πληθυσμιακών κέντρων, ως ανηλεές μέσο επιτάχυνση της πτώσης του Χίτλερ. Για τους Γερμανούς προορίζονται κι άλλες επιδρομές σαν κι αυτές που πρόσφατα πραγματοποίησαν βαρέα βομβαρδιστικά των συμμαχικών αεροπορικών δυνάμεων σε κατοικημένες περιοχές των Βερολίνου, Δρέσδης, Κέμνιτς και Κότμπους (...)
Δεν ξέρω αν μου χρησιμεύσουν όλα αυτά. Εκείνο που έχει σημασία είναι να ενεργοποιήσουν το μάτι της λεπτομέρειας, ό,τι υπάρχει πίσω από την απρόσωπη ιστορική καταγραφή. Όχι τους αριθμούς των πτωμάτων, αλλά τη μοναδικότητα της καμένης μορφής∙ όχι τη φλεγόμενη πόλη, αλλά τον λιωμένο σκελετό ενός παιδικού ποδηλάτου. Τη μουσούδα του λιονταριού, καθώς οσμίζεται στην πολτοποιημένη άσφαλτο τα συρρικνωμένα, κολλημένα σε ένα ενιαίο κομμάτι, απομεινάρια μιας μητέρας με το μωρό της. Τον πυροσβέστη που φτυαρίζει μέσα σε έναν τσίγκινο κάδο τις στάχτες των νεκρών.
Ό,τι ακριβώς δηλαδή αγνοεί το ιστορικό πρόταγμα του πεπρωμένου, ό,τι συντάσσεται με την ανθρώπινη δυνατότητα να σχηματίσει μια εικόνα του κόσμου και της συνείδησης στη βάση του γίγνεσθαι που συγκροτεί τα γεγονότα και όχι στη βάση των γεγονότων που συγκροτούν ένα γίγνεσθαι.
Ας έχω κατά νου ότι η έννοια του γίγνεσθαι, έτσι όπως την ερμηνεύει η δυτική σκέψη, βρίσκεται στον αντίποδα της αρχαιοελληνικής αντίληψης. Για τον Έλληνα κάθε μεταβολή αναλογεί σε ένα αποτέλεσμα∙ για τον δυτικό κατευθύνεται σε ένα αποτέλεσμα.
Σε τι ακριβώς πίστευαν ο Χίτλερ ή ο Τσόρτσιλ ή ο Στάλιν; Ότι κάθε λαός παράγει και τα δικά του σκουπίδια, τα άτομα εκείνα που ζουν προσηλωμένα σ’ έναν κόσμο αληθειών, ιδανικών και ουτοπιών (Σπένγκλερ), εκείνη την ανιστορική μάζα που θέλει να εκτρέψει από την πορεία του προς τα εμπρός τον πραγματικό κόσμο.
Η ιστορία δηλαδή δεν είναι παρά μια τερατώδης επεκτατική βεβαιότητα, που δεν ακολουθεί καμιά φαινομενική αιτιότητα, αλλά είναι η ίδια που ορίζει την αναγκαία και προδιατεθειμένη φορά του δυναμικού της κέντρου.
Έτσι γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί σ’ αυτές τις απόψεις του Σπένγκλερ, όπως τις διατυπώνει δογματικά, αλλά και αντιφατικά, στην Παρακμή της Δύσης, βρήκαν οι ναζί πολύτιμα κοινωνιολογικά, εθνολογικά και ιστοριολογικά ερείσματα. Και αν η, καθ’ όλα τραγική και απελπισμένη, κραυγή απελευθέρωσης που απευθύνει ο φλογισμένος νους του Νίτσε στον άνθρωπο, καλώντας τον να ξεπεράσει τον άνθρωπο, παραμορφώθηκε για να έρθει στα μέτρα των απολογητών του εθνικοσοσιαλισμού, για τον Σπένγκλερ δεν χρειάστηκε καμιά προκρούστεια κλίνη. Ήταν ακριβώς το καλούπι όπου χύθηκε το μάγμα του ιστορικού πεπρωμένου της φυλής και της καταγωγικής δύναμης του καθαρού αίματος, και όπου μυθολογήθηκε το Ράιχ ως η έλευση της Τρίτης Βασιλείας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που και οι συγκαιρινές μας νεοναζιστικές και νεοφασιστικές ομάδες –και η δικιά μας φυσικά Χρυσή Αυγή– θεωρούν τον Σπένγκλερ «γίγαντα της σκέψης και κορυφαίο διανοητή του 20ού αιώνα».
Αν και νομίζω ότι τελικά στο κριτικό στόχαστρο του Σπένγκλερ βρίσκονται ο Διαφωτισμός και ο Ορθός Λόγος, και αναπόφευκτα η καταγωγική τους μετασωκρατική αρχαιοελληνική σκέψη.
Εδώ λοιπόν έρχεται το λιοντάρι, σαν μια μορφή πρωτογενούς πολιτισμού (φύση), η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο βίαιη και ακραία εκδήλωση του τεχνικού πολιτισμού, για να μεταβάλει το ένστικτο του φόβου σε συναίσθημα και το ένστικτο της επιβίωσης σε ενσυναίσθηση.
Ο τρόπος που ανιχνεύει, μυρίζοντας, τον παλμό της ζωής, και το σφίξιμό του πάνω στον ζωντανό άνθρωπο, μετασχηματίζει τη φυσική αναγκαιότητα σε αναγνώριση του γεγονότος της ύπαρξης, δηλαδή σε μιαν «ανώτερη» συνείδηση. Το λιοντάρι γίνεται πλέον μέλος ενός άλλου πολιτισμού και η σχέση του με την πραγματικότητα που βιώνει αποκτά μια πνευματική σημασία, το περιεχόμενο της οποίας ενδεχομένως μπορεί να αποδοθεί.]
Από το ποιητικό βιβλίο Προς τα πού (Μια πολεμική ιστορία) (2012)