Σοφία Πόταρη, Γυναίκα
Κι όπως το σούρουπο αργοσέρνεται στα πορφυρά μετάξια του ντυμένο
Νυχοπατώντας σε ακολουθώ
του σύννεφου την ήσυχη να μην ταράξω ανάσα
Τα ρόδα που απ’ τον κόρφο σου ολοκόκκινα γλιστρούν
αναριγούν στο άγγιγμά σου…
Τί όμορφη που είσαι, αρχαία μου γυναίκα!
Τι όμορφη και ποθητή, καθώς ξεχύνονται από μέσα σου
του δειλινού τα χρώματα τα πλέρια!
Σε πιάνω και μου φεύγεις αεράκι μου
και κρύβεσαι μέσα στα διάφανά σου πέπλα
Τυλίγεσαι στις ευωδιές και μουσκεμένα πέταλα φοράς πλεγμένα
στα μακριά σου τα μαλλιά…
Λατρεία μου, αρχαία μου γυναίκα!
Πιάνω και δένω σύννεφα μακρύ σκοινί, να σε τυλίξω πάνω μου
σφιχτά να σε κρατήσω
Μα ξεγλιστράς ανθί μου εσύ σαν το ψαράκι στο νερό
μου φεύγεις άγγελέ μου, πώς, γιατί, γιατί;
Μονάχος κάθομαι και δίχτυα ράβω, μ΄ ανεμώνες τα στολίζω
και κοράλλια του βυθού για να σε θέλξω…
Τι ποθητή και όμορφη που είσαι!
Τόσο πολύ που θέλω για να σ΄ ανασαίνω
να σε μυρίζω τόσο, που λιγοθυμώ
Πέφτω νεκρός στ’ ολόγλυκό σου σώμα πάνω, ξέπνοος
να σε κοιτώ μες στα βαθιά σου μάτια
Αυτά τα μάτια τα μεγάλα που σαν σπαθιά με κόβουνε
και που αναλύονται σε χρώματα
Αρχαία μου, ροδόπεπλη γυναίκα!
Σε αγαπώ έτσι όπως με κοιτάς με κείνη τη θολή ανάμνηση στο βλέμμα σου
όπως της λίμνης ο βυθός
Που όλα εκεί μέσα χάνονται, μαύρα και πράσινα
θαμπά χαμόγελα και θύμησες παλιές
Και φτιάχνουν έναν κόσμο όμορφο κι απλό
που όλα χωράνε κι όλα ήσυχα υπάρχουν
Γυναίκα μου αρχαία…
Χορεύεις τις μικρές τις ώρες με τα πόδια σου γυμνά βελούδα
να χαϊδεύουνε τη γη
Κι είναι τα πόδια σου αερικά και τ΄ απαλά τους δάχτυλα
κόβουν το σώμα μου λεπτά φεγγάρια
Που με τα χέρια σου μαζεύεις και απ’ την αρχή με ξαναπλάθεις
γιατί μπροστά σου λαχταράω να πεθαίνω
Στην προσταγή σου αρχαία μου γυναίκα
Κι είναι ο κόσμος όμορφος απ’ την ανάσα των πελμάτων σου
χρυσή μου εσύ
Και τα ποτάμια χαμηλώνουν τη βοή
και με ζεστό λούζουνε γάλα το γλυκό κορμί σου
Γιατί είσαι συ Νύμφη θεόσταλτη
που ξέρεις να ημερώνεις με αγάπη την αντάρα
Χρυσή μου εσύ γυναίκα!
Σε βλέπω, ο άνεμος καθώς ριζώνει το τραγούδι του
μες στις μακριές πλεξούδες σου
Κι εσύ τα μάτια κλείνεις και το στήθος σου φουσκώνεις
με χαρά που ανασαίνεις
Κι όλος ο κόσμος μου η ανάσα σου που τ’ άσπρο δέρμα σου τεντώνει
και τη φλέβα σου μου δίνει
Η φλέβα σου μου δίνει τη ζωή
Για σένα όνειρα υφαίνω ολόχρυσα
και κλαίω μέσα απ’ τα όνειρα για σένα και οδύρομαι
Και πέφτω και φιλώ τα χνάρια σου πάνω στη γη τη δροσερή
που λάμπει απ’ τα μαλλιά σου
Χυμένα είναι σαν λεμονανθοί που ευωδιάζουνε κι ανατριχιούν
τα σωθικά των βλαστημάτων
Αρχαία κόρη μου, γυναίκα μου!
Σ’ ακολουθάω σαν το πιστό σκυλί και αλυχτώ όταν χάνεσαι
και άλλο πια από σε δεν βλέπω
Ψάχνω τα μάτια σου, τη μυρωδιά σου, όλα σου
που από εκείνα τώρα είμ’ εγώ γεμάτος
Και από σένα μέσα υπάρχω εγώ κι υπάρχω πια για σένα
κι η ανάσα μου εσύ είσαι
Γυναίκα μου πονώ και θλίβομαι!
Φοβάμαι τη βαθύχρωμη αυγή με κείνους τους μαβιούς ωκεανούς
και το μεταξωτό της φως
Φοβάμαι πως θα σε κερδίσει η αυγή κι αλλού ιέρεια θα ταχτείς
κι αλλού θα πας
Κι όμως το ξέρω πως στο σούρουπο να σε κρατήσω
δεν το μπορώ πια για πολύ
Αρχαία μου πανέμορφη γυναίκα!
Γιατί είσαι της αυγής η φτερωτή δροσιά και συννεφάκι ηλιοστάλαχτο
και χνούδι απαλό
Κι εγώ να σε κρατήσω προσπαθώ μέσα στη χούφτα μου
πότε απαλά πότε σφιχτά
Κι όμως μου φεύγεις, χάνεσαι και ξαστοχώ και κλαίω
τη γη σαν βλέπω να σ’ απορροφά…
Αρχαία μου όμορφη ψυχή!
Τα μάτια σου στοιχειώνουνε το νου μου
που αυγάζει με τη θλίψη τους και γέμει
Κι αντιφεγγίζει η ψυχή μου στο λεπίδι τους το κοφτερό τ’ αστραφτερό εκείνο
Και κλαίω, γιατί σε αγαπώ σε παραλήρημα ανώφελο και κλαίω γιατί σε θέλω
Αρχαία μου γυναίκα ποθητή!
Το άσπρο στήθος σου φυτεύει μέσα μου φεγγάρια λαμπερά
που θάλασσες φουσκώνουνε
Και σβήνονται σαν έρθει το ξημέρωμα και χάνονται
και ήλιοι μυστικοί τ’ ακολουθούνε
Κι όλα τ’ αστέρια και οι γαλαξίες του άπειρου γεννιούνται
μες στο μικρό μου θώρακα ετούτο
Γυναίκα μου!
Σ’ ακολουθώ με του μικρού παιδιού το βήμα το αργό
που άλλο να βαδίσει δεν αντέχει
Με τους λεμονανθούς της άνοιξης στα χέρια
άφησέ με να στολίσω τα όμορφα μαλλιά σου!
Τα χείλη σου να βάψω μ’ αίμα κερασιού
να ζωγραφίσω τις παρειές σου μ’ ουρανό!
Αρχαία μου ζεστή γυναίκα
Σου δέομαι κι εκλιπαρώ για ένα νεύμα σου, ένα χαμόγελό σου
που γλυκά θα μ’ αναλήψει
Αιματωμένο τόσο που θα ρέει βυσσινί
κι απάνω μου χαλάζι θα κυλάει αλμυρό
Κι εγώ θα γλείφω τις πληγές σαν μου χαράζει το κορμί που πόθους τρέφεται
Αρχαία μου γυναίκα εσύ!
Η σάρκα σου η μελωδική με ηρεμεί και με φρενιάζει
στης απαλάμης μου το πέρασμα
Κι όμως, γιατί πονώ στης σάρκας σου το ρίγος
γιατί πεθαίνω σαν εσύ ακμάζεις;
Σε αγαπώ τόσο που θέλω να πονώ και να πεθαίνω
μες στων βλεφάρων σου το χάος
Αρχαία μου ψυχή, γυναίκα μου, για πάντα νέα!
Από τη συλλογή Δηλητήριο σε μέλι (2016)