do one's business → πάω για κατούρημα, ρίχνω ένα κάτουρο, ρίχνω κανένα κάτουρο, αμολάω ένα κάτουρο, αδειάζω την κύστη μου, πάω προς νερού μου, πηγαίνω προς νερού μου, κάνω το νερό μου, ρίχνω ένα ψιλό, κάνω το ψιλό μου, κάνω την ανάγκη μου, κάνω πιπί, κάνω τσίσα, κατουράω, κατουρώ
spiros ·
1 · 70