Χλόη Κουτσουμπέλη, Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη
Νωρίς με περικύκλωσαν του Άδη οι σκιές.
Ορφάνεψα στα δώδεκα.
Η μητριά όπως σε κέρινο ομοίωμα
μου έμπηγε λόγια βελόνες κάθε μέρα.
Στο αίμα μου, όπως και στων αδελφών,
επωαζόταν το φθισικό αυγό.
Από μικρό μια μαύρη ομίχλη με τριγύριζε
με ακολουθούσε σαν πρόβατο της στάνης,
νωπά σημάδια άφηνε στους τοίχους.
Τον κόκκινό τους χάρτη ακολούθησα
κι έφτασα στην Αθήνα.
Μα η ηπειρώτικη λαλιά μου παραξένευε,
ξένος στους ξένους ξένιζα ξενιτεμένος,
κι ας μου ’δωκαν εύφημες μνείες κι επαίνους.
Στο τυπογραφείο το αντιμόνιο
έθρεψε το μικρό πουλί
που εκκολάφτηκε στο στήθος,
με τα αιχμηρά του νύχια με γρατζούνιζε,
έβηχα αίμα.
Δεν έζησα πολύ·
αγάπησα μόνο σ’ ένα διήγημά μου μια δασκάλα,
μόχθησα, προδόθηκα, μ’ αρνήθηκαν πολλοί.
Όμως τώρα πετώ περήφανα
στων στίχων μου τις ράχες,
αφού στο τέλος έγινα
αυτό που πάντα πόθησα:
σταυραετός στο άπειρο.
Από τη συλλογή Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (2021)