[Από τη σειρά Μετακινήσεις (1942-1949)]
Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι (απόσπασμα)
Είταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια
που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία τού κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων
- μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που 'σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μη τελειώσουμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ - δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι τού φίλου σου και μετράς το σφυγμό του
πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος.
Δίπλα σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί βγάζει το πόδι του
τ' αφήνει στη γωνιά - ένα κούφιο ξύλινο πόδι -
πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα να φυτέψεις λουλούδια
όπως γεμίζεις το σκοτάδι με αστέρια
όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχεια στοχασμό κι αγάπη.
Τόχουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι νάχουμε δυο πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδιά σε καρδιά. Γι αυτό όπου καθίσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια τού καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία
πίσω απ' τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δεν λέει «αύριο»
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους.
Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα
- όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα -
μπορεί νάναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.
Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν' απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι τού συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος - βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στη καρδιά τής άνοιξης. Χαμογελάμε.
Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο - όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
παράνομη κι η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας την φωτογραφία τής αγαπημένης μας
όπως κρύβουμε την ιδέα τής λευτεριάς ανάμεσα στα δυο φύλλα τής καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο
και αυτόν τον ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν.
Ξέρουμε πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα τού φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζουν αύριο
πάνου στην ποδιά τής μητέρας που θα καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
στην δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.
Ευλογημένη είναι η πίκρα μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.
Κάποτε είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,
γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.
Μεγάλα λόγια λέγαμε
πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο τού στίχου μας
ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του τραγουδιού μας
κάναμε θόρυβο-φοβόμαστε, γι αυτό κάναμε θόρυβο
σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας
χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο
ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές
όπως κείνες οι παρελάσεις με τ' άδεια κανόνια
που τις κοιτάν οι άνθρωποι απ' τα πορτοπαράθυρα
και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.
Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους,
πίσω απ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι
κανείς δεν καταλάμβαινε τι γινόταν
οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα
δεν δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Οι αντιφεγγιές απ' τα όπλα και τα τζάμια κάτι δίναν στα μάτια μια στιγμή - τίποτ' άλλο
ύστερα κανένας δεν θυμόταν λέξη, δεν θυμόταν πρόσωπο και ήχο.
Το βράδυ όταν σβήναν τα φώτα κ' έσερνε ο αγέρας στους δρόμους
τις χάρτινες σημαιούλες
κ' η βαρειά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε στην πόρτα
εμείς αγρυπνούσαμε
μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα
βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.
Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
...
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)