Κική Δημουλά
«Ποίηση, αόρατη κάμερα στην οροφή των γεγονότων»
H Κική Δημουλά μιλάει στον Κώστα Κατσουλάρη για την Ελλάδα και τη σχέση της με τα «βαριά» ονόματα της εγχώριας ποίησης.
«Μέσα στα πολλά που αμφισβητώ, φρόντισα πρώτη και καλύτερη να περιέχομαι»
Το 2010 είναι για εσάς χρονιά βραβεύσεων στο εξωτερικό, σημαντικών μεταφράσεων του έργου σας. Αισθάνεστε ότι, με κάποιο τρόπο, «εκπροσωπείτε» την Ελλάδα, ή βλέπετε την ποιητική σας δουλειά ως μια υπόθεση πιο ατομική;
Όχι, δεν αισθάνθηκα τίποτε τόσο μεγάλο, αν και η στιγμή θα το συγχωρούσε. Μπορώ να πω μάλιστα ότι με προέτρεπε να αντιπαρατεθώ σθεναρά με αυτή τη βράβευση στους μύδρους, και στην άγρια δυσφήμιση που εκμηδένιζαν την Ελλάδα. Αν τώρα από τη μεγάλη προσωπική ευχαρίστηση που σαφώς μου έδωσε αυτή τη απροσδόκητη αναγνώριση πήρε αυτόματα το ποσοστό της και η χώρα μου, το εύχομαι, είθε να ήταν και μεγάλο το ποσοστό, και να δρούσε σαν μερική έστω εξάλειψη της ταπεινωτικής βοής που την αμαύρωσε.
Αλλά η ποίηση δεν εξαλείφει. Λειτουργεί απλώς σαν μια αόρατη κάμερα, κρυμμένη κάπου στην οροφή των γεγονότων, ώστε να καταγράφει και να συλλαμβάνει τα ασύλληπτα. Πλην του δράστη. Όπως και να ’ναι, ομολογώ ότι κατά τη στιγμή της βράβευσης, και της αιτιολόγησής της, ακούγοντας τους ξένους ομιλητές να προτάσσουν την υποστηρικτική υπενθύμιση, ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη, παμπάλαια πατρίδα του φωτός και του πολιτισμού, κι από αυτήν ηλεκτροφωτίστηκε και είδε ο σκοτεινός κόσμος, ναι μεν συγκρατήθηκα και δεν φώναξα: «Για την Ελλάδα βρε… παιδί μου», όμως το πατριωτικό μου φίλτρο κάπως το ένοιωσα να σκιρτά εντός μου. Γι’ αυτό και παρασύρθηκα στην όχι ασυνήθιστη και χωρίς κόστος γενναιοδωρία, να αφιερώσω το βραβείο στην Ελλάδα, και στον ενάρετο Παρθενώνα της, αυτό τον αιώνιο συνήγορό της και καθημερινό μάρτυρα υπεράσπισής της.
Όταν ξεκινήσατε να γράφετε μεσουρανούσαν οι Σεφέρης και Ελύτης. Αισθανθήκατε ποτέ τη σκιά τους να βαραίνει πάνω σας, την ανάγκη να διαχωρίσετε τη θέση σας από αυτή την, ας την ονομάσουμε, «μεγάλης πνοής» ποίηση;
Όχι, μάλλον ως προστατευτική απολάμβανα τη σκιά τους, καθώς υπήρξα ευρύτατα ευσεβής άνθρωπος, με την έννοια ότι γράφοντας δεν απέβλεπα να εκτοπίσω Θεό ή Θεούς. Εξ ου και ποτέ δεν λάθεψα να με ονομάσω δημιουργό. Ούτε τις αγωνιώδεις προσπάθειές μου να ξεπεράσω, γράφοντας, τερατώδεις δυσκολίες, ούτε το αποτέλεσμα των προσπαθειών μου ονόμασα ποτέ δημιουργία. Ό,τι μπόρεσα, κι όσο ήταν, μου δόθηκε μισοτελειωμένο, μισοέτοιμο, σαν περίσσευμα από κάποια άλλη, ξένη, άφθονη, ανώτερη δημιουργία.
Θα πάω αρκετά πίσω, στα παιδικά μου χρόνια, στα παιχνίδια που παίζαμε τα γειτονόπουλα, γύρω από τα σπίτια μας, στους ωραίους δικούς μας χωματόδρομους. Ένα από τα παιχνίδια αυτά ήταν το Κουτσό: Σχηματίζαμε στον έδαφος με κιμωλία μεγάλα τετράγωνα ενωμένα μεταξύ τους και με το ένα πόδι μας έπρεπε να πηδάμε από το ένα τετράγωνο, στο κενό του, μέσα στο επόμενο, χωρίς να πατήσουμε τη διαχωριστική τους γραμμή. Αν την πάταγες «καιγόσουν», έβγαινες από το παιχνίδι.
Μιμούμενη λοιπόν εκείνη την παλιά ισορροπία μου στο ένα πόδι, ας πούμε ότι ένα παράταιρο παιχνίδι έπαιζα και παίζω γράφοντας. Αλλά με ανάποδο κανόνα: προσπαθώ δηλαδή να πετύχω να πατήσω επάνω στη διαχωριστική γραμμή, για να μην πέφτω στο κενό…
Με λίγο πιο ώριμα λόγια, διαφύλαξα και εμπιστεύτηκα, τη θαρραλέα, φιλόδοξη εκείνη… μικρότητά μου.
[...]
Η συνέχεια του άρθρου στη σελίδα: http://www.bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines/kiki-dimoula
« Last Edit: 14 Jul, 2010, 19:50:56 by wings »