Translation - Μετάφραση

Favourite texts, movies, lyrics, quotations, recipes => Favourite Fiction => Favourite Music and Lyrics => Fiction of Thessaloniki => Topic started by: wings on 24 Dec, 2008, 19:16:42

Title: Μαρία Κουγιουμτζή
Post by: wings on 24 Dec, 2008, 19:16:42
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ

Πεζογραφήματα δημοσιευμένα στο Translatum:




Στο Translatum έχουν δημοσιευτεί και ποιήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=14293.0).
Title: Μαρία Κουγιουμτζή, Στον ασβέστη
Post by: wings on 24 Dec, 2008, 20:50:20
«Καλώς τηνε κι ας άργησε» είναι η φράση που κολλάει γάντι στη Μαρία Κουγιουμτζή. Και εννοώ ότι άργησε να εκδώσει το πρώτο της βιβλίο. Αλλά ως άνθρωπο των γραμμάτων της πόλης μας την ξέραμε χρόνια. Διηγήματά της είχαν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, από πέρυσι άρχισαν να δημοσιεύονται και ποιήματά της (έχω τη χαρά και την τιμή να βρίσκονται στα χέρια μου όλα τα ποιήματά της, δημοσιευμένα και μη) και στο παρελθόν έγραψε στίχους για τραγούδια του αγαπημένου μας Σταύρου Κουγιουμτζή, του αδελφού της.

Το βιβλίο, λοιπόν, άργησε αλλά ήρθε. Έχει τίτλο «Άγριο βελούδο» και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2008 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι μια συλλογή 27 διηγημάτων που η συγγραφέας αφιερώνει στη μνήμη του αδελφού της.

Λίγα λόγια για τον τίτλο του βιβλίου που εκφράζει με εξαιρετικό τρόπο το ύφος όλων των διηγημάτων: γιατί «άγριο βελούδο»;

Βελούδο είναι η ψυχή μας, αλλά συχνά αγριεύει.
Βελούδο είναι η ζωή μας, αλλά συχνά γίνεται σκληρή και άδικη.
Βελούδο είναι η αθωότητα, αλλά συχνά χάνεται μπροστά στην ατιμία και την αγριάδα.
Βελούδο είναι η ματιά μας, αλλά συχνά αντικρίζει πράγματα αποτρόπαια.
Βελούδο είναι το δέρμα μας, αλλά συχνά αναριγεί με καθετί τραχύ που αγγίζει.
Βελούδο είναι ο έρωτας, αλλά συχνά συναντά αγριεμένες ψυχές και το βάζει στα πόδια.
Βελούδο είναι η αγάπη, αλλά συχνά ανταμώνει την αδιαφορία και το μίσος.
Βελούδο είναι ο άνθρωπος, αλλά συχνά γίνεται δαίμονας.

Ίσως το βιβλίο είναι μια άγρια ηθογραφία του καιρού μας, αλλά μήπως ο κόσμος όπου ζούμε δεν είναι άγριος; Μήπως τα ίδια που περιγράφει το βιβλίο και ακόμα χειρότερα δεν γίνονται καθημερινά πίσω από τη διπλανή μας πόρτα και εμείς χαμπάρι δεν παίρνουμε ή δεν θέλουμε να μας αφορά;

Διαλέγω ως πρώτη δημοσίευση ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα όπου κυριαρχούν η λύπη κι η θλίψη. Είναι η ίδια λύπη κι η ίδια θλίψη που πλημμυρίζουν εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη που δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι και νιώθουν ανήμποροι και δυστυχείς κάθε που κοντοζυγώνει γιορτή μεγάλη, γιατί ούτε και φέτος θα ζήσουν την επιβεβλημένη και περιρρέουσα εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών στο δικό τους σπιτικό. Όσο κι αν το ασβεστώσουν...

Βίκυ Παπαπροδρόμου
Θεσσαλονίκη / 24 Δεκεμβρίου 2008




Στον ασβέστη

Χριστούγεννα 1952

Εκεί που ψιλόβρεχε εκεί ψιλοχιόνιζε. Περπατούσα στους λασπωμένους δρόμους κι η υγρασία με τρυπούσε. Λεπτό το σουρτούκο που φορούσα, έμπαζε από παντού και έτρεμα. Τα παπούτσια μου, τρία νούμερα μεγαλύτερα απ' τα πόδια μου, μαούνες, μπαινόβγαιναν σε κάθε βήμα και πιτσιλούσαν τις γάμπες μου, ενώ το φουστάνι μου κρεμόταν ως τους αστραγάλους. Αποσούρια από παιδιά κάπως λιγότερο φτωχά από μένα. Έλεγα τα κάλαντα και η σοδειά μου δυο μανταρίνια, πεντέξι καρύδια και μερικές δεκάρες. Άρχισε να σκοτεινιάζει, τ' όνειρο μου να μαζέψω λίγες δραχμές να πάρω ένα μαντίλι δώρο στη νουνά μου ναυαγούσε. Εκείνη ήρθε το πρωί και άφησε στο προσκεφάλι μου μια ωραία καινούργια πλάκα με το κοντύλι δεμένο πάνω της με κόκκινο κορδόνι. Τη λαχταρούσα αυτή την πλάκα, πρώτη μου χρονιά, στο σχολείο, είχα ως τώρα μια σπασμένη και παιδευόμουνα.

Βλάκα, μου είπε η μάνα μου, δε ζήτησες ένα ζευγάρι παπούτσια να ξεπεζέψεις απ' αυτές τις μαούνες. Εσύ να μου πάρεις παπούτσια, είπα. Και πώς, αφού ο μπαμπακαμένος σου μας άφησε κι έφυγε, που να τον φέρουν τέσσερις και ξαπλωμένο. Εδώ δεν έχουμε ούτε μακαρόνια να βράσουμε για αύριο Χριστούγεννα, κοίτα να μάσεις κάνα φράγκο απ' τα κάλαντα να πάρουμε το κατιτίς μας. Τα κάλαντα τα θέλω για το δώρο της νουνάς, είπα, δε σ' τα δίνω. Θα τα δώκεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, δε θέλει δώρα εκείνη, έχει τον άντρα της, ακούς, φεύγα τώρα από μπροστά μου.

Εκεί που τα σκεφτόμουνα αυτά και τα λογάριαζα -είχα χωθεί σ' ένα σοκάκι πιο γλιτσιασμένο από τ' άλλα, τόσο στενό που απλώνοντας τα χέρια έπιανες τους υγρούς τοίχους των εβραίικων σπιτιών που τ' αντικρίζανε, δεν το 'πιανε ο ήλιος-, είδα δυο αγοράκια λίγο μεγαλύτερα από μένα να με κοιτούν σαν χάννοι. Πάντα με κορόιδευαν τ' αγόρια για τα σουρτούκο που φορούσα, ανταρτόπληκτη με φωνάζανε, απ' τις μανάδες τους θα τ' άκουσαν, και πήρα θέση άμυνας. Κοίταζα τι κουσούρια να βρω για να 'μαι έτοιμη ν' αντιμιλήσω. Είχαν δυο προσωπάκια ολοστρόγγυλα σαν φεγγαράκια. Ήταν συμμαζεμένα τα ρουχαλάκια τους, σωστά, καθαρά τα. κοντά παντελονάκια τους, και τα σακάκια τους, χοντρούτσικα, φαινόντανε ζεστά.

Με πλησίασε το μεγαλύτερο, τόσο που σχεδόν με άγγιξε. Κοριτσάκι, θέλεις να 'ρθεις σπίτι μας να πεις τα κάλαντα, η μαμά μου θα σου δώκει ό,τι θέλεις. Σίμωσε και το μικρότερο και μ' έπιασε απ' το χέρι. Ζεστό το χεράκι του πάνω στο παγωμένο δικό μου. Είχανε τσέπες τα σακάκια τους, εμένα κρέμονταν ξηλωμένες. Το βλέμμα τους, η ντροπαλοσύνη που με κοίταζαν, το ζεστό χεράκι του μικρού, ξεθάρρεψα. Και πού είναι το σπίτι σας; ρώτησα. Να, εδώ κοντά, παραδίπλα, και με τράβηξαν αγκαλιαστά σχεδόν. Τ' ακολούθησα προσέχοντας οι λάσπες που πετούσαν οι μαούνες μου μην τα λερώσουν.

Σταθήκαμε έξω από μιαν αυλή κι ως να σηκώσουν το μάνταλο, κοίταξα το σπίτι. Μικρό μα φαινότανε γερό -εμάς όλο έσταζε η σκεπή κι αγωνιζόμασταν με τις κατσαρόλες όταν έβρεχε-, με πράσινα παντζούρια στα παράθυρα και μια ξερή κληματαριά, σκέπαστρο απ' τη μέσα πόρτα μέχρι την έξω. Ως ν ανοίξουν μ' έτρωγε η ντροπή. Λες να με διώξει η μάνα τους, να με περάσει για ζητιάνα;

Μια κοντούλα φάνηκε σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της, είχε σουρουπώσει για καλά, μόλις την έβλεπα, όμως το φως από μέσα έπεφτε πάνω μου και κάτι περισσότερο έβλεπε σε μένα. Είχε ολοστρόγγυλο πρόσωπο σαν μαραμένο μήλο. Με κοίταξε με κάτι μάτια ορθάνοιχτα, έκανε ένα βήμα πίσω σαν να την έσπρωξε δυνατός αγέρας κι απόμεινε να με κοιτά. Ετοιμάστηκα να το σκάσω, μα καθώς εκείνη αναστέναξε κι έπιασε την καρδιά της, τ' αγοράκια με σπρώξαν κατά μέσα. Η σόμπα έκαιγε, τα ξύλα τσιτσίριζαν κι η ζέστη με τύλιξε σαν ζεστή κουβέρτα. Σ' ένα μικρό κουζινάκι ένας τέντζερης χοχλάκιζε κι η μυρωδιά απ' την κότα που έβραζε μου έφερνε ζαλάδα. Η γυναικούλα μ' έπιασε απ' τους ώμους και με κάθισε στο ντιβάνι. Με κοίταζε και δάκρυα τρέχαν απ' τα μάτια της, έπιανε το σαγόνι μου και γύριζε το κεφάλι μου μια κατά δω μια κατά κει, εγώ τα μάτια χαμηλωμένα. Χαίρεσαι, μαμά, που τη βρήκαμε και σ' τη φέραμε; είπανε τα παιδάκια και κείνη αναστέναξε.

Δίπλα μου ήταν το τραπέζι, έβλεπα μόνο τα πόδια του, μην ντρέπεσαι, είπε η γυναίκα, έβαλε ένα πιάτο σούπα, φάε, είπε. Παρ' όλη την ντροπή μου έφαγα. Ως μ' έμαθε η μάνα μου, αργά αργά και με κλειστό το στόμα. Προσπάθησα να μη σκουπίσω τα χείλια στο μανίκι μου.

Η γυναικούλα πήγαινε κι ερχόταν. Μου έφερε ένα ζευγάρι κατακόκκινα παπούτσια, ήταν λίγο φθαρμένα μα μου ήρθαν ίσα ίσα. Ντρεπόμουν, κάλτσες δεν φορούσα και δυο ολόμαυροι χαλκάδες γύρω απ' τα κότσια, σημάδια απ' τη λάσπη καθώς πάλευε με τις μαούνες μου, μ' ένα βρεγμένο πανί μου τα καθάρισε και μου 'βαλε ζεστές καλτσούλες κάτασπρες με κόκκινη μπορντούρα. Έφερε κάτι φουστανάκια μάλλινα και ένα παλτουδάκι κατακίτρινο, αυτό μου ήτανε λίγο φαρδύ αλλά κατάζεστο.

Όλα δικά σου, είπε, για σένα, πας σχολείο; Ναι; Θα 'ρθω μαζί σου να πω της μάνας σου να σ' αφήνει να 'ρχεσαι όταν σκολνάς να τρως σε μας, να κάνεις και τα μαθήματα σου, θα σε πηγαίνει σπίτι ο Νικολάκης. Το μεγαλύτερο αγοράκι ένευσε ναι.

Ξεθάρρεψα σιγά σιγά και σήκωσα το βλέμμα. Τα μάτια της γυναίκας φέγγανε, το πρόσωπό της ήταν ιδρωμένο, χαρακωμένο απ' τις ρυτίδες, τα χείλια της σουρωμένα σαν να φασκιώνανε τα δόντια της. Μου φάνηκε σαν τον παλιό μπουφέ της μάνας μου το πρόσωπό της. Συρτάρια οι ρυτίδες της που κρύβαν πονεμένα μυστικά, κλειδωμένες απελπισίες. Τα μαλλιά τσουμαδιασμένα σαν να της τα τραβούσανε αυτές οι δυστυχίες και μαδήσανε, κρέμονταν αλλού μαύρα αλλού άσπρα, σαν τ' αλατοπίπερο, χωρίς να τηνε νοστιμίζουνε καθόλου. Η μάνα μου δεν κοιμάται τις νύχτες, είπε το μεγαλύτερο παιδί, λες και κατάλαβε τις σκέψεις μου. Μόνο τα μάτια, όχι τα μάτια της, εκείνα βούλιαζαν στο φουσκωτό τους πάπλωμα της λύπης, αλλά το φως τους, γαλαζωπό κι αγγελικό, με τύλιγε και με ξετύλιγε, και πάλι με ξανατύλιγε σε αχνούς ζεστής αγάπης. Έπεφτε πάνω μου σαν το ζεστό νερό του μπάνιου και μ' έπλενε, έπλενε την ψυχή μου, και στεκόταν απάνω μου όπως ποτέ δεν είχε καιρό να σταθεί της μάνας μου το βλέμμα, από τις έγνοιες για να με ταΐσει άφηνε ατάιστη την ψυχή μου. Υπήρχαν έπιπλα μέσα στο σπίτι, μα εγώ δεν τα 'βλεπα, το μόνο που με τράβηξε ήτανε μια τεράστια φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο. Ένα κοριτσάκι στην ηλικία μου με κοίταζε χαμογελώντας.

Η αδελφούλα μας, είπε το μικρότερο παιδί, έπεσε πέρσι σ' ένα λάκκο με ασβέστη και κάηκε. Της μοιάζεις.

Από τη συλλογή διηγημάτων Άγριο βελούδο (2008)
Title: Re: Μαρία Κουγιουμτζή
Post by: Ion on 24 Dec, 2008, 21:18:57
Στο τέλος της ανάγνωσης έπιασα τον εαυτό μου να ξεφυσάει...

Quote
Κοριτσάκι μου, είναι Σάββατο πρωί, τα πουλάκια κελαηδούνε, η φύση οργιάζει κι εσύ πας να μας δημιουργήσεις βαρύ κλίμα, μη αναστρέψιμο για όλο το Σαββατοκύριακο; Γιατί; Τι σου φταίξαμε;

Όπου Σάββατο βάζε Τετάρτη, όπου πρωί βράδυ και όπου Σαββατοκύριακο Χριστούγεννα. :P
Title: Re: Μαρία Κουγιουμτζή
Post by: wings on 24 Dec, 2008, 21:22:24
Και να σκεφτείς ότι αυτό είναι το λιγότερο άγριο κομματάκι του βελούδου στο βιβλίο. Το λιγότερο άγριο περιστατικό.

Μην ξεχνάς ότι η διασημότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία όλων των εποχών είναι εκείνη για το κοριτσάκι με τα σπίρτα. :-)
Title: Re: Μαρία Κουγιουμτζή
Post by: Ion on 24 Dec, 2008, 21:33:44
Πράγματι, οι μεγάλες αντιθέσεις δημιουργούν τις έντονα δραματικές καταστάσεις.

Αποσούρια μάλλον είναι τα αποφόρια, σωστά;
Title: Re: Μαρία Κουγιουμτζή
Post by: wings on 24 Dec, 2008, 21:36:20
Πολύ σωστά. :-)

Title: Re: Μαρία Κουγιουμτζή - βραβείο διηγήματος στο διαγωνισμό Διαβάζω 2009
Post by: wings on 04 May, 2009, 22:45:37
Μόλις ανακοινώθηκε ότι το λογοτεχνικό βραβείο Διαβάζω 2009 στην κατηγορία διηγήματος απονεμήθηκε στη Μαρία Κουγιουμτζή.

Μαράκι, μπράβο και εις ανώτερα! Σ' ευχαριστούμε πολύ γι' αυτή τη θαυμάσια συλλογή διηγημάτων!

Και οφείλω να πω ότι νιώθω πάρα πολύ περήφανη για σένα, όσο δεν φαντάζεσαι. :-)
Title: Αμαρτωλότητα και αγγελικότητα (η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου μιλά για το «Άγριο βελούδο» της Μαρίας Κουγιουμτζή)
Post by: wings on 30 Sep, 2009, 12:33:06
Αμαρτωλότητα και αγγελικότητα

της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8469.0)
                                                         
Η Μαρία Κουγιουμτζή δεν είναι ούτε πρωτάρα ούτε άγνωστη στο λογοτεχνικό κουρμπέτι, στον χώρο της πεζογραφίας, της ποίησης, του δοκιμίου.   

Το 1971, διήγημά της, «Το ενδιάμεσο» δημοσιεύτηκε στο τομίδιο  του  Κάλβου  «Διήγημα 1971»  με δεκαέξι άλλους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, (μεταξύ αυτών: Γιώργος Γιατρομανωλάκης, Αχιλλέας Κυριακίδης, Μόσχος Λαγκουβάρδος, Νατάσσα Χατζηδάκη κ.α.), ενώ ένα άλλο διήγημά της είχε λάβει το πρώτο βραβείο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό της Χ.Α.Ν.Θ., με κριτική επιτροπή την Ζωή Καρέλλη, τον Γιώργο Δέλιο και άλλους. Επίσης, η συμμετοχή της σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως «Εντευκτήριο», «Η λέξη», «Πάροδος» κ.ά. είναι αξιόλογη και αξιοπρόσεκτη, με μια ώριμη και στοχαστική γραφή, όχι μόνο στα δικά της ποιητικά και πεζογραφικά επιτεύγματα αλλά και πάνω στα κείμενα των άλλων, στα οποία σκύβει με σεβασμό και αγάπη, ώσπου να ανακαλύψει τον βαθύτερο πυρήνα του προβληματισμού και της ψυχής που τα γέννησε.

Το αν άργησε να παρουσιαστεί με μια ολοκληρωμένη συλλογή διηγημάτων, όπως αυτή που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, είναι επειδή σαν τον ελέφαντα που αργεί να ζευγαρώσει (κατά το ποίημα του Λώρενς), περίμενε με υπομονή και με σοφή εγκαρτέρηση την ώρα να μας αποκαλύψει την ενέργεια μιας στιβαρής και άκρως ευαίσθητης γραφής, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Με ρεαλιστικά και σκληρά γεγονότα του ανθρώπινου βίου, που όμως δεν υπολείπονται μιας τρυφερότητας, έστω καθημαγμένης, η Μ. Κ. μέσα από τα διηγήματά της αναδεικνύει ανάγλυφα την αγάπη και το μίσος, τον εκχυδαϊσμό της ανθρώπινης φύσης, αλλά και την υπέρβαση μέσα απ' ό,τι ονομάζουμε συνείδηση, φαντασία του γεγονότος, γενναιότητα της ειλικρίνειας όσον αφορά τα πάθη και τα παθήματα μέσα από την ανθρώπινη αντινομία και παραβατικότητα.   
                           
Αυτό το «λόμπι» των ανθρώπων που συνιστούν αυτά τα διηγήματα έρχονται να μας εκμυστηρευτούν την άναρχη απ' τη μια μεριά και τη δραματική απ' την άλλη, ζωή τους. Δεν  θέλουν τίποτα να κρύψουν, να αποσιωπήσουν, αντίθετα φλέγονται να μας εμπιστευτούν, με μια αιμάσσουσα γλώσσα, ομιλία σπαραχτική, που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.                               

Επιθυμούν να εξαγνιστούν, χωρίς να μετανοούν για τις παράνομες πράξεις τους, χωρίς να ικετεύουν για συγχώρεση. Η συγγραφέας παρορμάται απ' την ανάγκη μιας σύνθεσης κοινωνικής, ηθικής, σωματικής, ψυχικής απογύμνωσης των προσώπων, μέσα στη φανταστική, πολλές φορές, συγγένειά τους με την πραγματικότητα, κι όπου η αμαρτωλότητα με την αγγελικότητα των πράξεων, των αισθημάτων, της διάνοιας, αποκτούν έναν προπατορικό, να πει κανείς, προβληματισμό.
   
Όλα τα πρόσωπα κινούνται με σφοδρή ανησυχία μέσα στο ζωντανό σώμα και τις σκιές ακόμα των διηγήσεων. Η συμβολική έννοια μιας μοίρας σφραγίζει αμετάκλητα, θαρρεί κανείς, μνήμες και γεγονότα, εξουσίες παράλογες, όψεις τρελές της ζωής, τυφλές αναμετρήσεις. Η ένταση αυτών των αποκαλύψεων φτάνει σε δραματικές κορυφώσεις, σε όρια επικίνδυνα, όπου πάει να σπάσει κάθε λογική και να εκτοξεύσει  πύρινα κομμάτια απόγνωσης αλλά και ανθρώπινου μεγαλείου, έως το μη περαιτέρω.   
                     
Αυτοί οι άνθρωποι του καθημερινού δράματος, έρχονται μέσα στο σπίτι μας, έρχονται μπροστά μας, απεκδύονται κάθε σεμνοτυφία, κάθε κρυψίνοια και μας μιλούν με πάσα ειλικρίνεια και μετά παρρησίας. Χωρίς μιζέρια και αυτοοικτιρμό, παρόλη την δυστυχία τους, παρόλη την παραβατικότητά τους, όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν την σφοδρή επιθυμία της ζωής. Έχουν τις δικές τους ιδιάζουσες απολαύσεις, ώστε να κρατιούνται ζωντανοί μέσα στην κόλασή τους, να μας αποκαλύπτουν, όπως είπαμε, ένα φωτεινό σημείο υπέρβασης όπου εκεί τα πάντα ζουν, υπάρχουν, μέσα στον σκοτεινό πυρήνα της ύπαρξής μας. Ως εκ τούτου, όχι μόνο δεν γυρίζουν την πλάτη στο καμουφλάρισμα, στη μάσκα της κοινωνικής υποκρισίας και ψευτιάς, αλλά και την τραβούν, την ξεκολλούν ανελέητα από τα πρόσωπα, αποκαλύπτουν τις πληγές τους, την αιμόφυρτη μορφή, χωρίς καν ν' ακούγεται γέλιο σαρκαστικό, παρά κάτι σαν προσευχή που αφυπνίζει την ψυχή και τη συνείδηση, στην ολότελα ανθρώπινη εκδοχή της.
         
Όλα τα διηγήματα αυτού του βιβλίου ασκούν απάνω μας μια τρομαχτική γοητεία, μια ανατριχίλα σωματική. Απ' τη μια μεριά κάτι μας βαλαντώνει, απ' την άλλη κάτι μας χαρίζει μια υπέρτατη συγκίνηση, έναν σπάνιο συγκλονισμό, μέσα από τα ανέγγιχτα έως τώρα θέματα στη λογοτεχνία μας. Ζούμε λοιπόν την κυριαρχία μιας διπλής ψυχικής αναταραχής. Σκεπτόμαστε: Μήπως είναι δαιμονισμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι εδώ μέσα; Όχι, καθόλου μάλιστα, επειδή σε μια αστραφτερή κι ενσυνείδητη δοκιμασία των πράξεών τους, αποκτούν μια μορφή αγγελικότητας, μ’ έναν τρόπο που μερικές φορές δικαιολογείται ακόμα και ο φόνος, όπως π.χ. στο διήγημα «Αντιζυγία».                     

Η ιδιάζουσα γραφή της Μ. Κουγιουμτζή, κινείται ευέλικτα ανάμεσα στον ρεαλιστικό και ποιητικό συγκερασμό του λόγου,  επιτυγχάνοντας έτσι βαθειά εγχαράγματα, κι αναδεικνύοντας μια λογοτεχνική ταυτότητα, ήδη ολοκληρωμένη.

Αυτό είναι το κείμενο της ομιλίας της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου τον περασμένο Απρίλη κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Άγριο βελούδο» της Μαρίας Κουγιουμτζή στη Θεσσαλονίκη (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=40346.0).

Ευχαριστώ πολύ και τις δύο αγαπημένες μου Μαρίες που μου το έδωσαν για να το δημοσιεύσω εδώ σήμερα. Η εμπιστοσύνη τους με τιμά ιδιαίτερα.
Title: Re: Μαρία Κουγιουμτζή
Post by: wings on 05 Jan, 2011, 13:00:48
Τα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών για το 2010

[...]

ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ & ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ


— Βραβείο Ποιήσεως, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στον κ. Αντώνη Φωστιέρη για το σύνολο του ποιητικού του έργου.
— Βραβείο Μυθιστορήματος, με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στον Νίκο Δαββέτα για το βιβλίο του «Η Εβραία νύφη».
— Βραβείο Διηγήματος, με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στη Μαρία Κουγιουμτζή για το βιβλίο της «Άγριο Βελούδο».
— Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στην Άλκη Ζέη για το σύνολο του έργου της.

[...]

Πηγή: εφημερίδα Ελευθεροτυπία (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=236722)