dampen one's spirit → πτοώ, καταβάλλω, ξενερώνω, κάνω την καρδιά κάποιου περιβόλι, μου κάνεις την καρδιά περιβόλι, αποκαρδιώνω, ρίχνω το ηθικό, κάμπτω το ηθικό, κάνω κουρέλι, κλονίζω το ηθικό, σπάω το ηθικό, κόβω τα φτερά, θλίβω
spiros ·
1 · 38