Κατερίνα Σημηντήρα, Η άλλη μέρα
[Ενότητα Τα χρόνια της κατάρας]
Ανήμερος αυτός ο καημός. Τις νύχτες δεν αντέχεται.
Χτυπιέται εδώ, χτυπιέται εκεί, μες στα ντουβάρια,
και ξημερώνεται.
Μετριέται έτσι, μετριέται αλλιώς, τα χρόνια κίτρινα,
δεν δικαιώνεται.
Απλώνει, ξεδιπλώνει, χύνεται μες στη σιωπή.
Κατεβαίνει τη σκάλα.
Προεκτείνεται μέσα στο χώρο, έξω στο δρόμο,
πίσω στο χρόνο, για μια σταγόνα, για μια εικόνα,
για ένα λίγο, για κάτι ασήμαντο.
Παραφρονεί.
Τα δέντρα είναι πεθαμένα την αυγή.
Η άλλη μέρα ήταν αυτή.
Άδικα τα ’βαλες με τα μάρμαρα,
που τ’ ασπρογάριασε αλύπητα ο ήλιος της αλμύρας.
Τότε χάθηκαν όλα ανάμεσα απ’ τις χαραμάδες
των σανιδένιων πατωμάτων,
με τα καρφιά των βίαιων υποταγών.
Πίσω από πόρτες κλειστές με καφέ λαδομπογιά
και σκουριασμένα μάνταλα.
Τώρα ξυπόλητοι σεργιανούμε τον κόσμο
μέσα απ’ τα παράθυρα.
Με τη μοναξιά να βαραίνει τον τετράγωνο ουρανό μας.
Κι ακροβατούμε ώρες στα σκοινιά
μια τιποτένιας παράστασης,
έτοιμοι να πεθάνουμε πάλι, για μια σταγόνα,
για μια εικόνα,
για ένα λίγο, για κάτι ασήμαντο,
ένα κόκκινο απόγευμα πέρα από τις ακακίες.
Στη σιωπή ενός απλωμένου παιδικού ονείρου
που ξεκινάει απροστάτευτο
τα πρώτα δειλά βήματα της ενοχής.
Η άλλη μέρα ήταν αυτή. Άνομη.
Μέσα σε βάζα με βύσσινο πελτέ.
Πίσω από τις δαχτυλιές στα τζάμια.
Με τα μαρτύριο της συγκατάθεσης,
μιας ξεθωριασμένης εκδρομής,
συνεπιβάτης στη σκουριασμένη
σκάρα ενός σαραβαλιασμένου ποδήλατου.
Με ένα φόβο, για ένα πόνο μ’ αποτυπώματα.
Μιας κυριακάτικης τιμωρίας αδικαιολόγητης.
Μετά τη λειτουργία, χωρίς στάσεις.
Σ’ ένα τελευταίο σκόπιμο ξεπροβόδισμα.
Και συ που νόμισες πως θα γυρίσεις
έμεινες για πάντα εκεί.
Από τη συλλογή Εξαίσιες ωδές μιας μυστικής πορείας (2013)