αδιάκριτα - αδιακρίτως

wings · 1 · 5117

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΛΚΝ

αδιάκριτος (1) -η -ο […] 1. που δείχνει ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων, […] 2. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διακριτικότητας: […] αδιάκριτα EΠIPP: Φέρθηκες πολύ ~. […].

αδιάκριτος (2) -η -ο : που δεν μπορεί να τον ξεχωρίσει κάποιος, να τον διακρίνει από κτ. άλλο: […] αδιάκριτα & (λόγ.) αδιακρίτως EΠIPP χωρίς διάκριση, χωρίς επιλογή: Xτυπούσε ~. Aπαγορεύτηκε η είσοδος σε όλους, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. […].

Πηγή: περιγλώσσιο
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools