Έχεις καθόλου συμφραζόμενα;
ανοδική ροή / καθοδική ροή
ροή ανόδου / ροή καθόδου
ανιών / κατιών [ανιούσα / κατιούσα]
ροή αποστολής / ροή λήψης
αποστολή / λήψη
αντίθετα προς την κατεύθυνση κυκλοφορίας / προς την κατεύθυνση κυκλοφορίας
αντίθετα προς τη ροή / προς τη ροή
αντίθετα προς τη φορά της κίνησης / κατά τη φορά της κίνησης
αντίρροπα / ομόρροπα
upstream - αντιρρευματικός, ανερχόμενος [ΕΛΕΤΟ]
downstream - συρρευματικός, κατερχόμενος [ΕΛΕΤΟ]
Στη Γενετική, οι όροι downstream και upstream δείχνουν σχετικές θέσεις επάνω στο DNA (όπου stream είναι το μόριο του DNA και η κατεύθυνση της ροής είναι από το άκρο 5΄ προς το άκρο 3'). Άρα downstream σημαίνει προς το άκρο 3΄ και upstream προς το άκρο 5' του DNA.
upstream
αυτός που κατευθύνεται προς τις πηγές, αυτός που πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα
(πληροφορική) αυτό που έχει σχέση με την κατεύθυνση από τον πελάτη (client) στον εξυπηρετητή (server)
→ δείτε τη λέξη uploading
δείτε επίσης: Upstream (networking) στην αγγλική Βικιπαίδεια
(λογισμικό) αυτό που έχει σχέση με την βελτίωση (ή διόρθωση), από τρίτους, λογισμικού ανοιχτού κώδικα και προσφέρεται στους αρχικούς δημιουργούς του για να συμπεριληφθεί στον αρχικό κώδικα
δείτε επίσης: Upstream (software development) στην αγγλική Βικιπαίδεια
upstream - Βικιλεξικόupstream (comparative farther or further upstream, superlative farthest or furthest upstream)
In a direction against the flow of a current or stream of fluid (typically water); upriver.
(metaphoric) Occurring earlier than something else; (also, usually, especially) being an influence on something else; causing a consequence for something else.
Input entry is upstream of input validation in the runtime process.
(oil industry) Involving exploration and pre-production rather than refining and selling.
(computer networking) In the direction from the client to the server.
(open-source software) Maintained, owned, or associated with the original developers of the given software; in contrast to a modified version downstream.
(biology) Towards the leading end (5′ end) of a DNA molecule.
upstream - Wiktionary