Χλόη Κουτσουμπέλη, Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα
Β'
Τα μεσάνυχτα είναι περίεργη ώρα.
Στη γλώσσα νιώθεις την αλμυρή τραχύτητα της νύχτας που περνά
και στα χείλη την υπόγλυκη προσμονή της μέρας που έρχεται,
παραπαίεις
ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, στο ποτέ και στο ξανά,
στην ψευδαίσθηση και στην απελπισία,
στην τόλμη και στη δειλία.
Τα μεσάνυχτα είναι η ώρα του έρωτα,
αυτού που ζεις ή αυτού που χάνεις,
η εκσπερμάτωση της νύχτας
στα λευκά σεντόνια του πρωινού,
ή ένα μισοτελειωμένο άγγιγμα στο μάγουλο,
από το χέρι του ψυχρού εκτελεστή
με τα χρωματιστά εσώρουχα.
Τα μεσάνυχτα είναι η ώρα που πουλάς ή αγοράζεις,
που παραδίνεσαι ή αποχωρείς.
Είναι καιρός τώρα που κάθε μεσάνυχτα
βάφω μαύρο το κορμί μου
και διαλύομαι στη νύχτα,
ως τα άλλα μεσάνυχτα.
Ήταν η στιγμιαία γέφυρα
(ο χρόνος επιλεκτικός και όλα επιλογές χρόνου)
όταν οι λέξεις μου
απέκτησαν χέρια,
όλα μετριούνται με στιγμές,
στιγμιαίοι πόθοι,
στιγμιαίες ανάγκες,
στιγμιαίες συζητήσεις,
στιγμιαίες μεταγγίσεις
κι ύστερα για πάντα ένα ταξίδι,
ένας μονόδρομος
και ο χρόνος επιχρυσωμένο είδωλο,
τον καίμε πάνω στο βωμό της λογικής,
όμως ξεπηδάει από τη στάχτη
σαν αρχέγονος φοίνικας
και δεν είναι η απώλεια που πληγώνει,
είναι ο χρόνος που εξαντλείται,
η αντίστροφη μέτρηση,
είναι που μάθαμε να ζούμε
μόνο με δόσεις.
Ικανοποιημένοι ιθαγενείς
με γυαλιστερές γυάλινες χάντρες χρόνου
να γλιστρούν ανάμεσα
στα πλεγμένα μας χέρια,
ανάμεσα στις πλεγμένες μας λέξεις,
και το μόνο που μένει
είναι πως κάπου
μίλησες με κάποιον
κάποτε.
Από τη συλλογή Η Νύχτα είναι μια φάλαινα (1990)