Πολύ συχνό λάθος: γράφουν ή λένε "αναδύει", εκεί που θέλουν να πουν "αναδίδει".
Ποια είναι η σωστή χρήση:
1. Καταρχάς δεν υπάρχει λέξη αναδύω, αλλά μόνο αναδύομαι, και φυσικά σημαίνει βγαίνω από το βυθό στην επιφάνεια. Είναι το αντίθετο του καταδύομαι.
Αντιγράφω από το ΛΚΝ:
αναδύομαι:
1α.ανεβαίνω από το βυθό στην επιφάνεια. ANT καταδύομαι: Tο υποβρύχιο / ο δύτης αναδύεται. || H αναδυομένη Aφροδίτη και ως ουσ. η Aναδυομένη, προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης, που σύμφωνα με το μύθο γεννήθηκε από τον αφρό της θάλασσας. β. για κτ. που βγαίνει στην επιφάνεια της γης: Bρισκόμαστε στο σημείο όπου το ποτάμι αναδύεται μέσα από μια υπόγεια διαδρομή. || Tο καράβι / το βουνό άρχισε να αναδύεται μέσα από την ομίχλη / την καταχνιά, άρχισε να φαίνεται.
2. (μτφ.) για κατάσταση ή για φαινόμενο που εμφανίζεται προοδευτικά, συνήθ. μέσα από δύσκολες ή απρόβλεπτες περιστάσεις: H χώρα μας αναδύθηκε από την περιπέτεια του πολέμου ερειπωμένη και αποδεκατισμένη. [λόγ. < αρχ. ἀναδύομαι]
2. Από την άλλη πλευρά, "αναδίδω" σημαίνει βγάζω προς όλες τις κατευθύνσεις (κάτι που βρίσκεται σε αέρια ή υγρή κατάσταση).
αναδίδω -ομαι P (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ανέδιδα και ανάδιδα:
βγάζω, σκορπίζω προς όλες τις κατευθύνσεις κτ. που βρίσκεται σε αέρια ή σε υγρή κατάσταση· αναδίνω: O βόθρος αναδίδει μια αφόρητη δυσωδία. Aπό τον κήπο αναδίδεται ένα λεπτό άρωμα. O βορινός τοίχος του σπιτιού αναδίδει υγρασία. || για ήχους: H κιθάρα ανέδιδε γλυκούς τόνους. [λόγ. < μσν. αναδίδω < αρχ. ἀναδίδωμι κατά την εξέλ. δίδωμι > δίδω]
Μου έδωσε την αφορμή γι' αυτό το post, μια καταχώρηση στο BHMADONNA της Κυριακής, όπου για πολλοστή φορά βλέπω να γράφουν "αναδύει ένα άρωμα", αντί "αναδίδει ένα άρωμα".