Σταύρος Ζαφειρίου

wings · 280 · 232661

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Βίοι Αγίων

Τα σεμνά οδοφράγματα υποχωρούν
παρασέρνοντας
το θέαμα
και την άποψη
των τραγικά ερωτευμένων ποιητών.

Τα μαύρα γυαλιά των τεχνικών της αναμόρφωσης
κατοπτρίζουν
το καθημερινό κακοφόρμισμα
των ήδη πυόδικων πληγών
που ανοίχτηκαν στα ξενύχτια
και στα βλέμματα
των ρομαντικών αφισοκολλήσεων.

Σκονισμένα αντίγραφα πινάκων
το κεφάλι,
το στήθος,
η μέση,
τα μπούτια,
η σκέψη του Κόμματος.

Από τη συλλογή Το ευλύγιστο πέλμα (1983)

Πηγή: ο ιστότοπος του ποιητή
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Μιράντα

Τα απογεύματα
της Τετάρτης και του Σαββάτου
τα όμορφα κορίτσια
παίρνουν το χρώμα της ικεσίας,
χαμηλώνουν το βλέμμα
και επαναλαμβάνονται.
Κάτω απ’ την μπλούζα τους
η αληθινή μουσική
υφαίνεται στερεοφωνικά
κι ανεβοκατεβαίνει καρφώνοντας
την πλήρη και συμπαγή ηρεμία.
Τα απογεύματα
της Τετάρτης και του Σαββάτου
τα όμορφα κορίτσια
περνούν διαδήματα στα μαλλιά τους
τα είδωλα των σκέψεων
και του ακαριαίου θανάτου,
τη λαχτάρα τους για μωσαϊκά
και παραστάσεις
και τις συμβολικές όψεις
μιας τρυφερής πρωτοτυπίας.
Μετά τινάζουν
τα τελευταία φύλλα
απ’ τους ώμους τους
κι ολοκληρώνονται
τα ωραιότερα πορτρέτα
μέσα στην πόλη.
Κι όταν η μπάντα ασελγεί
υστερικά
και ιστορικά
δαγκώνοντας την κοιλιά
και τα στήθη
της Λιλή Μαρλέν
αναπολούν
τις μελλοθάνατες φράσεις
των εκατό χιλιάδων εραστών
στα πεζοδρόμια
και στα υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.
Τα απογεύματα
της Τετάρτης και του Σαββάτου
τα όμορφα κορίτσια
ονειρεύονται τρέμοντας
τον ανοιχτό πόνο της ενδοχώρας·

λιγοθυμούν στη θέα
των στιγμιαίων πουλιών
που φτερουγίζουν
μπρος στα παράθυρά τους.

Από τη συλλογή Το ευλύγιστο πέλμα (1983)

Πηγή: ο ιστότοπος του ποιητή
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Σχέδιο για ένα ευχαριστώ

Αργά το απόγευμα
τα μαλλιά μου θ’ ανθίσουν
γραφίτη κι ακουαρέλες
και οι σφαίρες
λαμπρά ονόματα
Κυριακάτικα.
Τα παιδιά
θ’ ακουμπήσουν την πλάτη τους στον τοίχο
και θα στρίψουν τσιγάρο
και ο άγιος τρελός
θα σκύψει ευλαβικά το κεφάλι
μπρος στην ελευθερία.

Από τη συλλογή Το ευλύγιστο πέλμα (1983)

Πηγή: ο ιστότοπος του ποιητή
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Χώρος μόνον για όρθιους

Έτσι απλά να κουμπώνεις τα μάτια σου
στα θεάματα που στήνονται στους ανισόπεδους δρόμους.
Μια πιρουέτα, κάτι ανάμεσα σε Νουρέγιεφ και σε Μπαρίσνικοφ·
μα ναι, είχε επιτυχία ο χτεσινός χορός
με τα χαμόγελα των παλιών συμπολεμιστών
καλοβαλμένα γύρω απ’ την ορχήστρα.

Τα τελευταία δακρυγόνα έσκασαν
στις έντεκα και εικοσιτρία βράδυ.
Την ίδια στιγμή η Deborah Harry πετούσε
το σατέν κιλοτάκι της στο καυλωμένο κοινό της,
ενώ η φωνή της διαπερνούσε το πεδίο της μάχης.

Μα ναι, είχε επιτυχία ο χτεσινός χορός,
στη μνήμη των χαμένων συντρόφων
της χαμένης επανάστασης,
της χαμένης πατρίδας, της χαμένης γενιάς,
της χαμένης παρτίδας, της χαμένης εν γένει τιμής
της Katharina Blum.

Μα ναι, τα οδοφράγματα άντεξαν
και οι σημαίες κρατήθηκαν,
όμως οι λέξεις έκαναν κάπου κοιλιά και υποχώρησαν.
Ας πιούμε στο μέλλον αδέρφια.
Ο τρίτος γύρος είναι κοντά.

Έλα αγάπη μου να πούμε την καλημέρα μας στα πεζοδρόμια.
Σήμερα νιώθω κάμποση σκόνη μέσα μου
κι η υδροφόρα του Δήμου ακόμη δεν φαίνεται.

Από τη συλλογή Το ευλύγιστο πέλμα (1983)

Πηγή: ο ιστότοπος του ποιητή
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Στη μουβιόλα (XII)

Το βέλο σκέπαζε το πρόσωπό της.
Τα μαύρα της γάντια
κεντημένα με στρας
έφταναν ως τους αγκώνες.
Οι μαύρες της κάλτσες
δίπλωναν ψηλά στους μηρούς.
Το υπόλοιπο σώμα
φωτιζόταν γυμνό
από τους προβολείς των περιπόλων.

Ήταν η γυναίκα νεκρολούλουδο
που άνθιζε στο κέντρο της πόλης
τις νύχτες που οι μόνοι
μεθυσμένοι τη γύρευαν.

Από τη συλλογή Στη μουβιόλα (1986)

Πηγή: ο ιστότοπος του ποιητή
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Στη μουβιόλα (XVIII)

Ήταν ένα τραγούδι χωρίς ρεφρέν μμμ! μπορεί και χωρίς λόγια ο δίσκος γύριζε στο πικάπ ώρες ολόκληρες ο σαλτιμπάγκος χοροπηδούσε από τραπέζι σε τραπέζι ήταν γιορτή ναι δεν θυμόταν καλά πάει καιρός ένα τραγούδι παράξενο με φωτιές ο λόφος με τ’ ακατάστατα δέντρα με τους ανέμους πνιγμένο σε ιδιοφυείς συζητήσεις και ακριβά αυτοκίνητα ασθενοφόρα σε σταθερές διαδρομές μια πιστολιά μετά τίποτε ο δίσκος γύριζε στο πικάπ δεν θυμόταν καλά ένας Ασιάτης στις ράγες του τρένου αποκεφαλισμένος από τα φτυάρια των εργατών είχε πανιάσει προσπαθούσε αγωνιζόταν ν’ αγγίξει την ατμόσφαιρα δεν τα κατάφερνε οι νεκροί βγάζαν τη γλώσσα τους σίγουρα ήταν γιορτή έτρεχε να προλάβει με τη γαλάζια έξωμη τουαλέτα γύριζαν όλα κάποιος τη φίλησε εκεί λίγο κάτω απ’ τ’ αυτί καιγόταν ο καβαλάρης των άστρων με τ’ ασημένια σιρίτια μετά οι φωνές απ’ τους δρόμους και οι κρότοι τα παιδιά στους δρόμους τα παιδιά με συνθήματα δίχως τίποτε άλλο με τις μαύρες σημαίες ο δίσκος γύριζε στο πικάπ έφιπποι χωροφύλακες στους δρόμους κάτι που πήγαινε ν’ αλλάξει τα όνειρα τους ήξερε αυτούς που δεν έκαναν όνειρα τους φοβόταν ένα τραγούδι που έφτανε τώρα κομματιασμένο ο χορός το κονιάκ όλα γύριζαν ο σαλτιμπάγκος κρεμασμένος στον πολυέλαιο δείχνοντας την πληγιασμένη του γλώσσα οι άδειες του κόγχες έχασκαν φωλιές μοναξιάς τα παιδιά πεσμένα στην άσφαλτο ματωμένα υφάσματα κάτι που δεν άλλαξε δεν θυμόταν καλά αλαφιασμένη έτρεχε με τις γόβες στο χέρι να προλάβει κάποιοι την άρπαξαν την έσυραν στους διαδρόμους σε ασφυκτικούς ατέλειωτους διαδρόμους οι άλλοι διασκέδαζαν ανύποπτοι ήταν γιορτή πάει καιρός και ήταν νύχτα οι άλλοι γελούσαν ανύποπτοι τους φοβόταν τους άλλους τους ήξερε μετά η ένεση η αηδία και ο τρόμος του κόσμου μετά τίποτε ένας ακόμη χορός το τραγούδι που δεν τελείωνε είχε ιδρώσει δεν θυμόταν καλά ο θόρυβος του απόλυτου η παρουσία της ζωής πίσω από τις κουρτίνες η αγωνία του επερχόμενου η αγωνία της ζωής το τραγούδι που τα ήθελε όλα η αγωνία προσπαθούσε αγωνιζόταν να θυμηθεί οι φωτιές στις πλατείες κάποιος τη φίλησε εκεί στο λακκάκι του λαιμού κάποιος τον ήξερε τότε πεσμένος μπρούμυτα στη σάλα του χορού πεσμένος μπρούμυτα στο λιθόστρωτο με τη σημαία πάνω του να τον σκεπάζει αυτοί οι άλλοι τους ήξερε με τα πηλήκια της εξουσίας να τον πατάνε τους ήξερε τους φοβόταν η νοσοκόμα που αποστείρωνε τη σύριγγα το τραγούδι που δυνάμωνε σπάζοντας τα ποτήρια της σαμπάνιας σπάζοντας τις δικλείδες ασφαλείας που δυνάμωνε που δυνάμωνε τον καυτό αέρα της παράκρουσης κυριαρχούσε στον θάνατο κυριαρχούσε σπάζοντας τον θάνατο κυριαρχούσε ναι δεν θυμόταν καλά το τραγούδι η κραυγή της στις τσίγκινες πλάκες των θερμοκρασιών σείοντας τα θεμέλια των ψυχιατρείων

Από τη συλλογή Στη μουβιόλα (1986)

Πηγή: ο ιστότοπος του ποιητή
« Last Edit: 06 Apr, 2019, 15:53:29 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: Στη μουβιόλα (XX)

Η εικόνα αντήχησε στα μάτια της
καθώς η αρτηρία ξεσπούσε ανοιγμένη.
Ξημέρωνε.
Ο πρωινός αέρας αναπτέρωνε
το ματωμένο γέλιο της ήβης της.

Από τη συλλογή Στη μουβιόλα (1986)

Πηγή: ο ιστότοπος του ποιητή
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Σχεδόν πρόλογος

Πίνω το κρασί, σχεδόν κόκκινο, σχεδόν μαύρο, στυφό, σε ακριβό ποτήρι. Το πίνω αργά, γουλιά-γουλιά, γιατί τα λεφτά λίγα στην τσέπη μου και είναι ακόμα νωρίς.

Με κοιτάζει ο μπάρμαν από κουβέντες στερεμένος. Τον κοιτάζω κι εγώ. Καλός είναι. Πότης γερός, νευρικός, βαρεμένος. Αν ποτέ ιεραρχήσω τους ανθρώπους, θα τον βάλω σε θέση περίοπτη.

Από κουβέντες στερεμένος είμαι κι εγώ. Γι’ αυτό μόνος μου κάθομαι και δεν πλευρίζω σε κανένα. Κουλουριάζομαι εδώ, στη γωνιά μου, ελέγχω την πόρτα και κάνω νοήματα απεγνωσμένα. Στον εαυτό μου. Κλείνω τα μάτια μου, πάλι τ’ ανοίγω, χαμογελάω, ανάβω τσιγάρο, τα δάχτυλά μου κροταλίζω, ανατριχιάζω.

Χίλιες γκριμάτσες των χειλιών μου στον καθρέφτη. Μαύρα κρέπια πλαισιώνουν τη φάτσα μου. Γιορτή είναι; Κηδεία είναι; Θα σας γελάσω. Σίγουρα πάντως καίνε κεριά και μυρίζει λιβάνι.

Όμως και στις κηδείες δεν είναι άσχημα. Του παππού μου παράδειγμα. Σμίξαμε πάλι όλοι οι συγγενείς μετά από χρόνια. Μπόλικα φάγαμε. Μπόλικα ήπιαμε. Είπαμε και για τον παππού. Τότε στη Μικρασία, την πατρίδα. Ήτανε πλούσιος ο παππούς. Και λίρες έφερε. Τώρα η γιαγιά τις έχει ραμμένες στο στρώμα. Όλοι αυτήν αγαπάμε.

Φαντάσματα σκέφτομαι. Άτονα σέρνουν αλυσίδες ξοπίσω τους. Βαριεστημένα είναι. Άκεφα. Θλιβερά. Με λερωμένα σεντόνια. Τόσοι αιώνες πέρασαν. Ποιος να τα πλύνει;

Ο μπάρμαν κουνά το κεφάλι του. Ξέρει αυτός. Κι από φαντάσματα κι από κρέπια. Αδειάζει μονορούφι το ποτήρι του. Παραπατάει. Ονειρεύεται. Την επανάσταση, τις μαθήτριες, τα ροζ σεντόνια. Ξέρει αυτός.

Τα ροζ σεντόνια τη φέρνουν στο μυαλό μου. Πετούσε όταν τη γνώρισα. Πτήση νυχτερινή, χαμηλή ήταν. Πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Γελούσε κιόλας και χτυπούσε παλαμάκια ξέφρενα. Μόλις που πρόλαβα και άρπαξα την ουρά του σεντονιού. Πλάι της βρέθηκα. Της έδειξα διαβατήριο, βίζα, συνάλλαγμα, όλα τα σχετικά. Με δέχτηκε. Πετάξαμε μαζί ώσπου ξημέρωσε. Έβαλε τότε τον αυτόματο πιλότο. Το σώμα της μου ’δωσε. Αγαπηθήκαμε πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Όπως στο σινεμά. Στ’ αμερικάνικα έργα.

Βράδυ πάλι, Ιούλιο μήνα, βγήκαμε βόλτα στη θάλασσα. Άπνοια είχε. Να κολυμπήσουμε, φώναξε χαρούμενη. Να παίξουμε στον βούρκο με τα βουρκόψαρα. Γδυθήκαμε και πατήσαμε στο νερό. Παίξαμε με τα πτώματα των ψαριών, τουμπανιασμένα ήταν, με προφυλακτικά ξεχειλωμένα. Ξανανιώσαμε.

Κάποια άλλη φορά στριμωχτήκαμε σ’ ένα ερείπιο. Ξαστεριά είχε. Της έλυσα το φερμουάρ και έχω στο σλιπάκι της το χέρι μου. Τον πόθο της ένιωσα. Βαριά και ζεστή την ανάσα της μέσα στο αφτί μου. Μια μεθυσμένη παρέα μπροστά μας ξεφύτρωσε. Μας είδαν. Σταμάτησα. Γαμώ τ’ αστέρια, βλαστήμησα. Γαμώ το φως.

Μετράω τα λεφτά μου, βγαίνουν για δεύτερο κρασί. Νύχτα είναι έξω, ψύχρα έχει, πού να γυρνάω; Ευτυχώς που υπάρχει το μπαρ. Κι η μουσική. Ακούω την μπαγκέτα να χτυπάει νευρικά στη μεμβράνη του στομαχιού μου. Μάλλον καλό μου κάνει, γιατί ξαλαφρώνω.

Το τύμπανο σπουδαία δουλειά. Κρατάει τον ρυθμό, γεμίζει τον ήχο, δίνει ευκαιρίες για φιγούρες στον ντράμερ. Βοηθάει κι εμένα να βολέψω τα χέρια μου. Στο σκαμπό τα βαράω, στα μπατζάκια μου. Συμμετέχω. Γίνομαι μέλος του γκρουπ, δεύτερος ντράμερ να πούμε, κάνω κι εγώ το κομμάτι μου. Κερδίζω του κόσμου το ανέκφραστο βλέμμα.

Γιατί υπάρχει γύρω μου και κόσμος. Άντρες, γυναίκες, άλλοι διάφοροι. Αξιολύπητοι είναι. Κάθονται σε παρέες και πίνουν κοκτέιλ. Οι γυναίκες έχουν όρθια στήθια. Στρογγυλούς πισινούς. Όμορφα πρόσωπα. Στενά παντελόνια φοράνε, μισάνοιχτα πουκάμισα, σκουλαρίκια μεγάλα. Πού και πού ρίχνω ματιές φανερές μέσα στη γύμνια τους, μα ούτε τις νοιάζει.

Όλοι μιλάνε σιγά και σκυφτοί. Μπορεί για κυνήγια να λένε, μπορεί για ψαρέματα, μπορεί για αποστειρωμένες συνουσίες. Ξέρω γω, πολλά γίνονται. Μόνο γι’ αυτά που πονάνε δε λένε κουβέντα.

Όσο για μένα, πιο πολύ λυπάμαι τους άλλους. Το τρίτο φύλο ντε, τις αδερφές. Τις προάλλες ο Χρήστος, στην πιάτσα γνωστή για τις τρέλες της, καθόταν στο βάθος του μπαρ μοναχός. Τα χείλη του βαμμένα με κραγιόν κόκκινο ήταν. Είχε στα μάγουλα ρουζ. Στα χέρια κρατούσε πλεχτό και πάλευε τις βελονιές. Πουλόβερ ήθελε να φτιάξει για τον χειμώνα μα δεν τα κατάφερνε. Είναι λεπτή η βελόνα, παραπονιόταν. Συνήθισα τόσον καιρό να κρατάω χοντρότερα πράγματα.

Ο κόσμος είναι κακός, μου ’λεγε η μάνα μου. Το λέει ακόμα. Άγια γυναίκα. Δουλευταρού. Πολλά πέρασε. Γι’ αυτό είναι έτσι καχύποπτη. Εγώ τη δικαιολογώ. Είναι και σε δύσκολη ηλικία. Τα όνειρα των νέων δε βλέπει. Έμεινε στα παλιά. Ούτε και τις επιθυμίες τους φαντάζεται.

Τώρα βέβαια, πού να της εξηγώ. Για εξουσία, για καταπίεση, για ευνουχισμούς. Αγράμματη είναι. Πού να της εξηγώ για αδιέξοδα, για μοναξιά, για νεκρωμένες αισθήσεις. Καμιά φορά της φωνάζω, μάνα, το σύστημα φταίει για όλα. Με κοιτάζει παράξενα, σταυροκοπιέται. Ποιο σύστημα αγόρι μου; Σύστημα το ’χεις κάνει εσύ να με πεθάνεις.

Μια και μιλάω για ηλικίες δύσκολες: στο γραφείο μια μέρα η κυρα-Κούλα η καθαρίστρια ήρθε νωρίς. Στα πράσα μ’ έπιασε. Έκλεβα το χαρτί υγείας απ’ το ντουλάπι. Ούτε με μάλωσε, ούτε με πρόδωσε. Έκλεβε φαίνεται κι αυτή. Στο σκαλοπάτι κάθισε και συνωμοτικά σήκωσε το φουστάνι της ψηλά. Φορούσε ένα άσπρο βρακί, σκέτη δαντέλα. Πολίτισσα μερακλού ήταν. Τα μπούτια της έσμιγαν απ’ το πάχος. Δεν ξέρω πώς, ξετρελάθηκα. Ερεθίστηκα σαν να είχα μπροστά μου κοπέλα με δέρμα ανάγγιχτο. Κοντά της γονάτισα. Με άφησε και της χάιδεψα τα πόδια. Είχε κιρσούς. Το χάδι γιαβρούμ καλό κάνει, μου είπε. Γιατρεύει. Ο μακαρίτης εμένα κάθε μέρα με γιάτρευε.

Με μανία δαγκώνω τον δεξή μου καρπό. Θέλω να φτιάξω ρολογάκι, να δω την ώρα του αίματος. Το κόκκινο πάντα μου άρεσε. Αρχικά στους βαθμούς της δασκάλας μου, στις σημαίες μετά, βαθιά στα σκέλια των κοριτσιών, στη φωτιά, στο κρασί. Τελευταία στο αίμα. Φοβάμαι να χαράξω το σώμα μου, όμως συχνά αιμοδότης γίνομαι, για να βλέπω το αίμα να πέφτει από το σωληνάκι στη σακούλα. Καμιά φορά και σφαγές ονειρεύομαι.

Η μουσική δυναμώνει, έφτασε η ώρα του ροκ εν ρολ. Έντεκα, έντεκα και τέταρτο, εκεί. Άντε, να πάει δωδεκάμισι, ίσα-ίσα τα έξι τσιγάρα που απόμειναν και μετά δρόμο, για ύπνο.

Όσο αντέχει κανείς.

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Στη λεωφόρο με τους αγγέλους

Μην τους αγγίζετε αυτούς τους αγγέλους
Είναι δικοί μου
Κι αντί για άσπρα φτερά
Φοράνε μαύρες σημαίες
Μεθυσμένοι ερωτεύονται
Και μες στο μυαλό τους
Έχουν χιλιάδες αποσυνδεμένα καλώδια
Από χιλιάδες λοβοτομές
Παίζουν τα δικά τους παιχνίδια
Με γυάλινες χάντρες
Ξεκούρδιστες χορδές
Βγάζουν τη γλώσσα τους σαν τα παιδιά
Κουνάνε πάνω-κάτω τα χέρια τους
Ενθουσιάζονται
Και κάνουν «τζα»
Πίσω απ’ τους στύλους του ηλεκτρικού
Μέσα σε λάμψεις θανάτου
Αγαπιούνται τις νύχτες
Στα κοιμητήρια της θαμπής τους ζωής

Μην τους αγγίζετε τους δικούς μου αγγέλους
Πονάνε

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Ήμερο δέρμα

Πόρνη μικρή με κρατάει στο στήθος της
Τα δεκατέσσερά της μόλις έκλεισε
Ήμερο δέρμα κάτω απ’ τα σκεπάσματα
Ξεχνιέται στο απέναντι τζάμι κοιτάζοντας
Μια τίγρη που ετοιμάζει το άλμα της
Όταν τρομάζει είναι αργά
Το ζώο έχει φτάσει στο κρεβάτι

Μυρίζει τα σκέλια της
Κάτω απ’ το βάρος του την καθηλώνει

Μετά στον τοίχο κορνίζα γίνεται

Σπάζει η κάμαρα στην έξω νύχτα
Ο ποταμός σκεπάζει τον δρόμο
Σκεπάζει την πόλη
Γυμνούς μας παίρνει στο ρεύμα του
Πριν χαθούμε στρέφει τα μάτια της
Μου αρέσουν, λέει, τα στυμμένα πορτοκάλια
Το παγωτό βανίλια, τα γαλάζια φορέματα
Όταν κατέβεις πες στην κυρα-Σόνια
Πως αγαπηθήκαμε ζεστά
Καλά περάσαμε πες της

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Φλίπερ

Μ’ ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα
Γδύνεται η Ελένη
Προσεχτικά τις κάλτσες της μαζεύει
Τα μαλλιά της διπλώνει στο πάτωμα
Το άσπρο της δέρμα γυμνό στον καθρέφτη γλιστράει

Συνένοχα φίδια θηλάζουν στα στήθη της

Στο άλλο δωμάτιο ένα σκυλί κουτσό
Ήσυχα γλείφοντας το σάπιο του ποδάρι

Μέσα από τ’ αραιά της δόντια περνάει το φως
Το κορμί της διασχίζοντας περίστροφα μάτια
Πράσινα νεαρά κλαδιά στον λαιμό της φυτρώνουν
Αναρριχώνται στους δείκτες του εκκρεμούς
Καθώς οι ώρες μετράνε το σχήμα της
Το μεγεθύνουν
Άγρια αγόρια σφίγγουν στα σκέλια τους
Τα ξαναμμένα σώματα των φλίπερ
Νευρικά ταλαντεύουν τις μπίλιες στα έμβολα
Τον αφαλό της στοχεύοντας, τα μισάνοιχτα χείλη

Στο άλλο δωμάτιο συνεπαρμένη η Ελένη
Δίνεται στο κουτσό σκυλί
Βίαια γλείφοντας το σάπιο του ποδάρι
Δαιμονισμένες οι μπίλιες χτυπάνε στα σπλάχνα της

Τ’ αγόρια κερδίζουν μια καινούρια παρτίδα

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
https://www.youtube.com/watch?v=IJlBo5KJ3b4

Big Mama Thornton (Willie Mae Thornton): Ball and chain (1968)

Σταύρος Ζαφειρίου, Μπλουζ

Είναι η θλίψη της νύχτας
Η ερημιά
Των κατάφωτων δρόμων
Καθώς βαδίζεις ανώδυνος
Με το τσιγάρο στα χείλη
Με τις γροθιές
Σφιγμένες στις τσέπες
Μια και δεν έχεις
Πού να τις τινάξεις
Ή μάλλον έχεις
Μα δεν τολμάς

Σχισμένα βλέμματα
Έρπουν στο σώμα σου
Κουρελιασμένες αισθήσεις
Σε ανιχνεύουν
Αγωνιάς να ξεφύγεις
Ακίνητος
Φυλλομετρώντας ξανά
Και ξανά
Τα γερασμένα σου παραμύθια

Γίνεσαι ο λύκος
Στο κρεβάτι της γιαγιάς
Ο δράκος
Που καταβροχθίζει τα κορίτσια του
Αγκάθι γίνεσαι
Στην καρδιά της πεντάμορφης
Ο κακομούτσουνος παλιάτσος
Στην αυλή του βασιλιά

Είναι εκείνο το τραγούδι
Απέραντη περιπλάνηση
Μπλουζ μοναξιάς
Με την πνιγμένη φωνή
Της μεγάλης Μάμα
Με τη γλώσσα
Ξασπρισμένη στα δόντια
Νυν και αεί προσευχή
Των ανώνυμων
Οι βελονιές του σαξοφώνου
Στις χαλαρές ραφές
Του εγκεφάλου
Τα καράβια
Που σε ταξίδεψαν σε τοπία
Δυσοίωνα
Που θα σε ταξιδέψουν
Ακόμα

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
« Last Edit: 15 Aug, 2019, 22:16:27 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Η νύχτα της Φορβάλης

Τη γυναίκα την έλεγαν Φορβάλη
Και ήταν όντως περίτεχνη

Αγαπούσε παράφορα
Την αμφισήμανση των λέξεων
Και τα μικρά εκείνα χωνάκια
Που επιμένουν ακόμα να πάλλονται
Στις παρυφές των αμμολόφων
Η διαρκής υγρασία της θάλασσας
Κάτω απ’ τα πέλματά της
Καθώς και η διαφάνεια
Των μύθων της
Της επέτρεπαν να κινείται νοσταλγικά
Στα θεωρεία και τους διαδρόμους
Των πάλαι ποτέ
Ενδόξων θεάτρων

Κανένα παρόν δεν έκαιγε στα στήθη της
Κανένας θεσμός δε διαπερνούσε
Το φάσμα των δακρυγόνων

Ταξίδευε ανελλιπώς κάθε πρωί
Στις γειτονιές των φτωχών
Και θαύμαζε τα ασπρόρουχα
Που στέγνωναν στους εξώστες

Το μεσημέρι
Επέστρεφε για να λουστεί
Στο αίμα
Των υπερχιλίων εραστών
Που σφάζονταν μπρος στην εξώπορτά της

Και το βραδάκι
Ακολουθώντας τους χάρτες της
Έφτανε στις σκηνές των στρατηγών
Παίρνοντας πάλι τη θέση της
Στη σκακιέρα

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
« Last Edit: 15 Apr, 2022, 16:17:06 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Όχι εντελώς

Ένα μάτι ανίδεο ήταν
Βαρύ το όραμα
Βαριά και η βροχή πάνω στο δέρμα
Απρόσμενη και νευρική βροχή ανεβαίνοντας
Βήματα γυμνά στις σάπιες σκάλες
Μεταλλική αναλαμπή καθώς λυγίζει
Η εσοχή της πυρωμένης κλείδωσης

Μια ταρταρούγα σφίγγει στον λαιμό
Τ’ άσπρο μαντίλι
Μικρά εσώρουχα της άνοιξης
Κομμάτια σκισμένα δαντέλας κόκκινης
Τσαλακωμένα κι άδεια στην κόκκινη χούφτα

Παράταιρη εκδοχή της αγάπης

Το απρόοπτο σώμα ήταν
Γερμένο μπρούμυτα στην αυλή
Αδημονώντας την κατοχή και τον πόνο
Γλώσσα αχόρταγη γλείφοντας το νερό
Άγρια ξύνοντας την ηδονή και την πέτρα

Πλησίασε
Πάνω σε τούτους τους γλουτούς
Θα διδαχτείς τη νύχτα
Τη νύχτα που καρπίζει απ’ έξω
Επιθυμία και προσμονή
Την πενιχρή τοπογραφία σου του έρωτα
Θα μελετήσεις σ’ όλο το σκοτάδι
Τόσα χρόνια μέσα στα χρόνια σου

Θανατηφόρο κορμί
Τ’ όνειρο
Η παραζάλη
Και το ένστιχτο
Γεύση πικρή του αλκοόλ και της ανάγκης

Φαντάσου τούτη τη σάρκα προδομένη στο φως
Τότε που αδύνατο πια να την αγγίξεις
Το παλλόμενο λείο απ’ την αφή σου ξεφεύγοντας
Να γλιστρά θλιβερή κραυγή στ’ όνομά σου

Τώρα το πόδι σου τρίβεται στο χαλίκι
Βουτηγμένο στην υγρασία
Στη ρίζα των ποδιών της τρίβεται
Καθώς στην πιο γλυκιά απελπισία βυθισμένος
Στάχτη, αρώματα στάχτης χτενίζεις στα μαλλιά

Έτσι θα φαίνεσαι από μακριά κοιτώντας
Έτσι εραστής σ’ αυτό το άψογο παράθυρο
Κάσα από νίκελ
Άθραυστα τζάμια
Τρομαγμένο ερπετό που δαγκώνει τα χείλη σου
Γερασμένος ξαφνικά
Ξαφνικά πεθαίνοντας στο λίγο σου γκρίζο
Τόσο λίγο που απόμεινε

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
https://www.youtube.com/watch?v=1Bvq9ytExHY

Bo Carter (Armenter Chatmon), Cigarette Blues (1936)

Σταύρος Ζαφειρίου, Άψογη κατάδυση

Τσιγάρο Πρώτο

Τώρα θα ζήσεις μονάχος
Σ’ αυτό το χέρσο δωμάτιο
Χωρίς κουρτίνες
Χωρίς μπαλόνια φουσκωμένα με ανάσα ή με ήλιο
Χωρίς ινδάλματα κρεμασμένα απ’ την οροφή
Σ’ αυτό το δωμάτιο

Με φτερουγίσματα απολιθωμένων πουλιών
Κι ερωτικές περιπτύξεις-φαντάσματα
Με την τεράστια σκιά του καρφιού
Που θα παλινδρομεί σπασμωδικά στο μέτωπό σου
Στάζοντας άχρωμο αίμα
Σε κάθε του έξοδο

Κερνώντας στον εαυτό σου παγωμένη αδράνεια
Κατεψυγμένα χρώματα κομμάτια
Σκόνης που χούφτα-χούφτα συσσώρευες
Πλάι στο παράθυρο η διάτρητη νύχτα
Το τρίξιμο του ξεραμένου φεγγαριού
Στη συστολή του
Το μολυσμένο δέντρο της αυλής
Με τα σφαγμένα δάχτυλα στα κλαδιά του

Απόκοσμος τρόμος θα συγκλονίζει τα μάτια σου


Τσιγάρο Δεύτερο

Τώρα θα ζήσεις εδώ
Κοιτάζοντας γύρω-γύρω τη λάμπα
Τα περιττώματα των εντόμων στο γυαλί
Πάνω στο σώμα σου
Τα περιττώματα της νοσταλγίας
Στον καθρέφτη κοιτάζοντας
Τη σφιγμένη σου μάσκα να χάσκει
Στο γεμάτο μαύρο κενό

Αναπαράσταση απέραντου κόσμου
Που με ρυθμούς αλυσίδες σε καταδίωκε

Θ’ ακούς την καρδιά σου να πάλλεται
Στις τεντωμένες σου φλέβες
Καθώς κουβέντες εκρήξεις
Θα σπρώχνονται μέσα σου
Θα πιέζουν ν’ ανοίξουν το στήθος σου
Να ξεχυθούν στα κρανία να τελειώσουν
Των πεθαμένων

Όχι! κανείς δε θα ’ναι απέναντί σου
Μονάχα το σάβανο φως
Θα λύνει το βλέμμα σου
Ή θα τυλίγει προσεχτικά το μυαλό σου
Στο καλό του κοστούμι


Τσιγάρο Τρίτο

Τώρα εδώ θα περιμένεις τους διώκτες σου
Παραδομένος
Άφωνος, στον λαιμό θα καρφώνεις τα νύχια σου
Άφωνος όπως πάντα

Θυμάσαι εκείνα τα είδωλα βράδια
Που τσάκιζες τη γλώσσα σου στα δόντια
Μη σου ξεφύγει ο μεθυσμένος άγγελος
Που παραμόνευε στο στόμα σου γυμνός

Ομίχλη μες στην ομίχλη, κενό μες στο κενό
Χωρίς οινόπνευμα
Χωρίς τσιγάρο
Χωρίς τα νέγρικα μπλουζ που σε φαρμάκωναν
Με τον βολβό να φωσφορίζει
Πλάι στην πόρτα
με την αλλόκοτη κραυγή του φεγγαριού
Στο καινούριο του γέμισμα


Τσιγάρο Τέταρτο

Τώρα εδώ θα ηλεκτρίζεις τα νεύρα σου
Ρημαγμένες εικόνες τρελών
Σκαμμένα μάγουλα θα διώχνουν τον νου σου

Θα εγκαταλείπεσαι σε σταθμούς χωρίς σήμερα
Αραχνιασμένα βαγόνια
Κλειδούχους αγάλματα
Μαζεύοντας κάθε τόσο στα δίχτυα σου
Τα συντρίμμια των γιορτών
Λάσπη μέσα στη λάσπη τη μνήμη σου

Θα κλαις το γέλιο
Που ποτέ σου δε γέλασες
Στο κροτάλισμα των χτικιασμένων χεριών σου
Θ’ αγγίζεις το αίμα
Μαζεύοντας γύρω σου σημαδεμένους τοίχους
Σκίζοντας με τα χείλη σου
Την ίδια πάντοτε φράση

Μόνο η νύχτα ξέρει γιατί δεν αντέξαμε

Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools