ωτορινολαρυγγολόγος ή ωτορρινολαρυγγολόγος; → και τα δύο

sophistes

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 183
Άλλη μία από τις παρορθογραφημένες λέξεις. Μέχρι στιγμής το έχω εντοπίσει μόνο στο λεξικό της εγκυκλοπαιδείας ΝΟΜΠΕΛ με -ρρ-.
« Last Edit: 18 Jan, 2013, 22:29:34 by spiros »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
Και ο Πάπυρος το έχει με δύο ρ. Ο Μπαμπινιώτης έχει και τους δύο τύπους.

Βλέπε και:
https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=46329.0
Linguarium: Στον αρμό τής σύνθεσης

ωτορινολαρυγγολόγος ο [otorinolariŋgolóγos] Ο18 θηλ. ωτορινολαρυγγολόγος [otorinolariŋgolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ωτορινολαρυγγολογία: Πηγαίνω στον ωτορινολαρυγγολόγο.
[λόγ. < γαλλ. oto-rhino-laryngologiste < oto-rhino-laryngo(logie) = ωτορινολαρυγ γο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

ωτορινολαρυγγολόγος
(ο, η) ουσ.  ειδικός γιατρός στις παθήσεις των αφτιών, της μύτης και του λάρυγγα
Μείζον ελληνικό λεξικό - Τεγόπουλος-Φυτράκης

ωτο(ρ)ρινολαρυγγολογία (η) {χωρ. πληθ.} ΙΑΤΡ. Ο κλάδος τής ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των αφτιών, τής μύτης και τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ., < γαλλ. otorhinolaryngologic].
ωτο(ρ)ρινολαρυγγολογικός, -ή, -ό αυτός που σχετίζεται με την ωτορινολαρυγγολογία ή τον ωτορινολαρυγγολόγο: ~ εξέταση.
ωτο(ρ)ρινολαρυγγολόγος (ο/η) ΙΑΤΡ. γιατρός που ειδικεύεται στηνωτορινολαρυγγολογία ΣΥΝ. (λαϊκ.)
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

ωτορρινολαρυγγολόγος
ο, η, Ν· γιατρός ειδικευμένος στην ωτορρινολαρυγγολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ῥις, ῥινος «μύτη» + λάρυγξ, -γγος + -λόγος*].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας



 

Search Tools