wolf something down → καταβροχθίζω, τρώω αμάσητο, καταπίνω αμάσητο, κάνω μια χαψιά, κάνω δυο χαψιές, κατασπαράζω, κάνω σκούπα, καταβροχθίζω σε χρόνο ντε τε, εξαφανίζω σε χρόνο ντε τε, γλύφω το πιάτο, σκουπίζω το πιάτο

crystal

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 8985
    • Gender:Female
wolf something down → καταβροχθίζω, τρώω αμάσητο, καταπίνω αμάσητο, κάνω μια χαψιά, κάνω δυο χαψιές, κατασπαράζω, κάνω σκούπα, καταβροχθίζω σε χρόνο ντε τε, εξαφανίζω σε χρόνο ντε τε, γλύφω το πιάτο, σκουπίζω το πιάτο

Fig. to eat something very rapidly and in very large pieces. (As a wolf might eat.) Don't wolf your food down! Liz would never wolf down her food.
http://idioms.thefreedictionary.com/wolf+down


 

Search Tools