Κούλα Αδαλόγλου

wings · 65 · 36992

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Ιστορία II

[Ενότητα Ποιήματα από το 1988 ως το 1991]

*

Με κράτησαν πιστάγκωνα
και μου ’δωσαν γροθιά στο σαγόνι
πλατεία Δικαστηρίων
μέρα μεσημέρι.
Τσαλάκωνα τον ένοχο ωσότου
ο κίτρινος φάκελος έλιωσε
κι οι ακτινογραφίες μού ξέσχισαν τα νύχια.
Ο Βενιζέλος κοιτούσε αδιάφορα.

*

Όλα τα ουράνια τόξα που είδα κολοβά.

*

Μια ριπή χώματα
μου διέρρηξε τον αριστερό βολβό.
Τα γόνατά μου κόπηκαν
παρ’ όλη την πρωινή άσκηση.
Η είσοδος μύριζε μούχλα
και καπνό πίπας.
Ο ιερωμένος απέναντι
έκλεισε βιαστικά την καγκελόπορτα.

*

Αίφνης τα τρακτέρ βγήκαν στον δρόμο
οι ερπύστριες όργωναν την άσφαλτο
αλλόφρονα μαμούδια, ευρήματα και κόκαλα
ζήτησαν καταφύγιο
στις παρακείμενες πικροδάφνες.

*

Μετά τα προσχήματα τραβήχτηκαν.
Η μπλούζα άσπρη απέστρεψε το πρόσωπό της.
Κι ο πόνος απόμεινε
ξεδιάντροπος και πρωτόγονος
να με βρίζει χυδαία
και να με πελεκάει με το τσεκούρι.

*

Σας παρακαλώ, κάντε μια χαλαρή διάγνωση.
Έτσι δε θα μου τροχάει η τσάντα τον ώμο
ούτε θ’ αναγκάζομαι να τρίβω τον ήλιο με την οδοντόβουρτσα
Μια χλιαρή διάγνωση, παρακαλώ.
Ένα άλλο κρύο σώμα
τόσο γρήγορα
δεν είναι ούτε για κατακόκκινες κωλοτούμπες.

*

Που σερβίρει ακαθόριστους πόνους
που μπερδεύει τα οπίσθια με την κοιλιά
ξημέρωσε μέρα τυφλή
μέσα απ’ τις τρύπες
της παιδικής μου πανοπλίας
σκίζει την κουρτίνα
και μου αρπάζει το ψάρι το καλό
η ώρα πήγε κιόλας εννιά
κι ούτε η κολόνια είναι εισαγωγής.

*

Η φετινή αποκριά
που μασκαρεύτηκε καθημερινότητα
όσο το πουλί έστυβε στάλα στάλα την ανάσα του
στην τζαμαρία της βιβλιοθήκης.

*

Ο θάνατος φουσκομάγουλος
με δυο σαν ελιές ευρήματα.

*

Εσύ δεν ξέρεις
τι βαρβαρότητα έχουν οι μικρές αυγές.
Εσύ κοιτάς μόνο
αν σερβίρεται γλυκό νεραντζάκι.

Από τη συλλογή Στο μεταίχμιο (1992)
« Last Edit: 14 Oct, 2018, 15:00:09 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου, adagio

[Ενότητα Ποιήματα από το 1988 ως το 1991]

Το ξέρω, βέβαια, πως δεν μπορώ να φύγω
σκάλωσες τα μαλλιά σου στην τσάντα μου∙
κάθε φορά που ένα τόπι χτυπάει στο πεζοδρόμιο
που ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια με κοιτάζουν απ’ τη βιτρίνα
που μια ρουά φόρμα διακρίνεται στο βάθος του δρόμου
τη νύχτα ενεδρεύω
μετρώντας και ξαναμετρώντας τα χρόνια σου
ανηλεώς δεκατρία.

Ούτε πιο πολύ
ούτε πιο λίγο, αλλιώς θα εστερείτο
τον γλυκασμό των γαλάζιων σταγόνων του.

Αν πιο πολύ, άλλωστε,
πώς θα γινόταν να σεργιανάει ακέφαλη
στις πλατωσιές της εφηβείας του.


Τα φώτα άναψαν νωρίς
ο ήλιος ήρθε αργότερα
κι όπως δεν τον χρειάζονταν
τον έβαλα στη γωνία, τιμωρημένο,
με το κεφάλι κάτω
— η ταπείνωση είναι σπουδαίο πράγμα
διατείνονταν με υπεροψία.


Πώς να αποβάλεις τον προσωπικό τόνο;
Για να αποβάλεις πρέπει να από
κι ύστερα τι να βάλεις
μέσα σ’ ένα χώρο τόσο προσωπικό;


Μη φτύνεις μπατιρόσπορους μη
σφύρα καλύτερα
να βγουν σφύρα φαντάσματα
κραδαίνοντας την επιθυμία την
διαπομπευμένη κι αιμόφυρτη
δεκατρείς φορές και δεκατρείς.


Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
μούδιασα απ’ τα μάτια σου λιγώνοντας
τις πασχαλιές στον κήπο μου θυμούμενη
και κοινωνούσα των αχράντων μυστηρίων.

Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
έσταζα κι έσταζα την ηδονή
τις αγαθές συγκυρίες μελετώντας
τις πορείες των δρόμων τέμνοντας.

Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
σπάραξα και σπαράχτηκα
και τα σπαράγματά μου λοιδορούσα
τα μάτια μου στο σκότος έστρεψα.


Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
άφρισα με το σίδερο στο στόμα
έψησα τα ψωμιά μου αλειψά
έγλειψα τις πληγές μου ανοιχτές.

Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
ματαίωσα τον όρθρο
ματαιοπόνησα το μάταιο
ανασκολόπισα το μοιραίο.

Δεκατρείς φορές και δεκατρείς
ανάθεμα τη φρόνηση.


Η φρόνηση σαλπάρισε με φλόκο κι άλμπουρα
και φιλοκίνδυνη
σαλπάρισε
μην τρέχεις πίσω μου μην τρέχεις
οι έρευνες απέβησαν άκαρπες
κι οι νεκροί νεκροί στα νερά της Μάγχης.


Το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από το τζάμι που κλαίει δαγκώνοντας το δαντελένιο του ρούχο,
από τα παρκόμετρα που ξεροσταλιάζουν στο κρύο.
Κομμώσεις «ο Στέφος» τρίτη πολυκατοικία δεξιά,
στέκεται, απλώνει να χτυπήσει το κουδούνι
και αναρωτιέται ποια είναι αυτή που την ξέρω,
τούτη τη διαδρομή έπρεπε να την κάνει πριν από έξι χρόνια
άργησε να θυμηθεί πως ξέχασε,
περνάει απέναντι
μηρυκάζοντας ένα στυφό γέλιο.

Κι όμως, το ξέρω πως έρχεσαι πίσω,
από τον λυγμό των εσωρούχων μου,
από τα μπλε του Σεπτέμβρη και τα γκρι του Απρίλη,
απ’ τη μικρή φτωχούλα επίγνωση
που κάθισε να πιει ένα ζεστό ρόφημα.

Από τη συλλογή Στο μεταίχμιο (1992)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Ιστορία III

Μετά, τα προσχήματα τραβήχτηκαν
(Ιστορία II, 1992)


Άκου πώς αρχίζει η μικρή σου μέρα
μ’ ένα φτερούγισμα περιστεριού.

Άκου πώς γελάει το σύννεφο
στο στενό σου παράθυρο.

Άκου τις μικρές βιολέτες
που φοιτούν στη δροσιά.

Άκου, άκου το εγερτήριον της λεωφόρου.

*

Άκου:
στάζουν χαμόγελα και αρνήσεις
σ’ ένα πιάτο μεταλλικό.

Άκου το σύρσιμο του ποδιού
στο μαραμένο σεντόνι.

Άκου το παράπονο του βήχα
στο γδαρμένο λαρύγγι.

Άκου, άκου
τον ψίθυρο της πεσμένης κουβέρτας.

*

Άκου πώς σαλεύουν οι ήχοι
σε εικόνες παλιές.

Άκου πώς ανοίγουν τα βλέφαρα
απ’ τον λήθαργο.

Άκου πώς σιμώνει η μυρωδιά της πληγής.

Άκου το χαλάζι στα μάγουλά μου.

*

Άκου το τρέμουλο της φωνής μου.

Άκου τον φλοίσβο των χειλιών μου στο μάγουλό σου.

Άκου το μειδίαμα του χεριού σου στη φούχτα μου.

Άκου, άκου
το κελάρυσμα των μαλλιών μου
στον σβησμένο σου κόρφο.

*

Άκου τη βρογχίτιδα της χρόνιας στέρησης

Άκου τη φωνή σου που κλείνει την πόρτα

Άκου την ηχώ της σιωπής σου

Άκου, άκου
την απουσία των χλωρών λέξεων

*

Άκου τον αέρα των ημερών μου.

Άκου τη δίψα στα σφιγμένα μου χείλη.

Άκου το ωρίμασμα της οδύνης μου.

Άκου, άκου
τη διέγερση στη λεπτή μου εσθήτα.

*

Άκου το πέταγμα των σκοτεινών πουλιών

άκου πώς δραπετεύουν οι άνοιξες

άκου πώς έρχονται οι πολύγωνες θλίψεις

άκου την άφιξη της αναχώρησης.

Από τη συλλογή Δύο ελεγείες και μία ωδή (1996)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου, Crescendo

Άκου το τραύλισμα
της καμπάνας
άκου
το ουρλιαχτό
της σειρήνας
άκου
την εκτόξευση
του πυρετού
άκου
τη διάτρηση
των αγγείων
άκου
το μούδιασμα
του φωτός
άκου
το στράγγισμα
των αισθήσεων
άκου
τον λόξιγκα
της σάλπιγγας
άκου το σκόνταμα
των τυμπάνων
άκου
το ξερίζωμα
της ρίζας
άκου
την τέλεση
του τέλους
άκου το εωθινόν
του πένθους.

Από τη συλλογή Δύο ελεγείες και μία ωδή (1996)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου, Decrescendo

Άκου
την απόγνωση της άδειας καρέκλας άκου την
απόγνωση
άκου
την οιμωγή της σφραγισμένης πέτρας άκου την οιμωγή
άκου
το αίνιγμα των λειψών ημερών άκου το αίνιγμα
άκου
το σπάραγμα της ακέραιας χαράς άκου το
σπάραγμα
άκου
το κενό στο στόμα που λέει Ο
χωρίς να λέει...

Από τη συλλογή Δύο ελεγείες και μία ωδή (1996)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου, Επιμύθιο

Η Νέμεση θα ’ρθει με το λιοπύρι
έλεγα τριάντα χρόνια πριν∙
λιοπύρια και λιοπύρια
καλώ, καλώ κι ούτε καλώς την.
Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
Ο νόστος λυγρός
κι ο ήχος ανανταπόδοτος.
Κι ούτε τα ίχνη απ’ τα μικρά της πόδια
στα βρεγμένα πλακάκια.
Ήταν άλλοτε που
που τα μάτια του φτερούγιζαν
έπαιρναν μαζί τους τα μικρά παιδιά
και άλλα λίγο μεγαλύτερα,
ακόμα και κάποιους γέρους με καρδιά.
Ξεδίπλωναν τις σημαίες τους
και κινούσαν για το χρυσόμαλλο δέρας
πάντα ονειροβατώντας.
Πρέπει να φύγω από εκείνο το σπίτι.
Έτσι κι αλλιώς
είτε με την υγρή είτε με την αέριο χρωματογραφία
ή έστω πεζοπορώντας
δεν ημπορώ να μεταβάλω την εξέλιξη.
Χαίνουν οι τρύπες στις σημαίες
αποκαλύπτοντας
λαρύγγια όνειρα καρδιές
σφαγιασθέντα.

Κι ούτε να εκστασιαστώ ούτε να εξαγνίσω
δύναμαι.

Από τη συλλογή Δύο ελεγείες και μία ωδή (1996)
« Last Edit: 02 Nov, 2018, 00:22:44 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου, Διαμελισμένη έστω υπάρχω

Εγώ δε γελώ.
Είμαι μια λήκυθος
στρέφω τα μάτια μου το έξω μέσα
η αφή μου σε καραντίνα.
Μια λήκυθος είμαι –
σχεδόν εύθραυστη.
Και δε γελώ.

Προχθές έσπασε τον πιο παλιό της κουμπαρά,
έναν κλόουν που γελούσε, το γέλιο του έγινε
απέραντο, ένας σαρκασμός, ένα ρήγμα φριχτό
στα σπίτια,
στους δρόμους, στη γη,
να κόβει
τις γέφυρες,
να σπάζει
τις λέξεις
– κι όμως αυτή μόνο να πάρει ήθελε
το πρώτο χαρτζιλίκι της, που ’χε φυλάξει.


Μια λήκυθος είμαι.
Στην πρώτη καταστροφή
δεν πρόλαβα
να φύγω στη δεύτερη
δεν ήθελα.
Έρεβος∙
άνθρωποι τρελοί
οβίδες θραύσματα
πανηγύρι σφαγής
και τα καράβια υπερπλήρη
χωρίς Σαλαμίνα.

Εδώ που μ’ έστησαν,
στον τελευταίο πύργο δεξιά,
κάθε πρωί «κυρά», της γνέφω,
πού να σταθεί
στο πλάι συρρικνώνεται
οι βόστρυχοί της και το περιδέραιο
σε μια προθήκη.

*

Ο τόπος κατηφορικός πολύ,
δε σταματούν τα χιόνια κι οι βροχές
φεύγουνε πέτρες, κεραμίδια
μηνύματα αναπάντητα
λέξεις ακυρωμένες
και οι κάρες και το αίμα.

Καλέ μου Πλήθωνα, κι εσύ απόψε δε μ’ ακούς;

*

Ο έρωτας είμαι∙
ανέστιος πένητας και πλάνης
εκλιπαρώ μια κούπα μέλανα ζωμό
ονειρεύομαι μιαν ήσυχη άκρα
δε συνορεύω
χαίρομαι μιαν οριστική σε στύση.

Οι ανεμώνες φτάνουν καλές ως εδώ,
απλώνεται ένα ήσυχο πράσινο.

Ο έρωτας είμαι∙
χρόνια με μια μαούνα
γυρεύω να περάσω απέναντι
μα ο καιρός κακός
κι οι σπηλιές βγάζουν ήχο υπόκωφο∙
τη νύχτα οι μορφές ζωντανεύουν
και ροκανίζουν τον βράχο,
η αποκάλυψη θ’ αργήσει;

Ο έρωτας είμαι,
χέρι ρακοσυλλέκτη
ανασκαλεύω ανελέητους σωρούς:
υπερσυντέλικοι και παρατατικοί
κι ούτε ένας μέλλων.
Τόσο δωρικοί οι καιροί.

Ο τόπος είναι αιωνόβιος∙
μαργαρίτες αμέτρητες και σκίνα κίτρινα...
... κι ένα καφέ λιωμένο, όπως εκείνο του παλιού
αίματος –
που ήταν που βούλιαζα σ’ ένα τέτοιο καφέ
κι οι άνθρωποι γυρνούσαν
την πλάτη τους στην Άνοιξη και δοκίμαζαν τις νέες εκρήξεις,
πού βούλιαζα-βούλιαζαν, παιδιά, με το απλωμένο σας
νεκρό χεράκι.


*

Μια λήκυθος είμαι∙
χρόνια μοιρολογούσα.
Όμως το μοιρολόι λέει
αλλά δεν κάνει
ούτε ξεκάνει
περασμένα και μελλούμενα.

Ο οδηγός φρενάρισε, το λεωφορείο σταμάτησε
απότομα.
Κι έπεσε η γριά ένα κουβάρι, ένα κουβαράκι έγινε
στα σκαλιά του λεωφορείου,
μια γριά με κότσο στρογγυλό,
πατητό, μου θύμισε τη θεία μου Κυριακή,
λίγες ελάχιστες πια
γριές με τέτοιο κότσο, κι έτρεμε το κεφάλι της πέρα δώθε,
ένα κουβάρι έγινε στα σκαλιά...


*

Ο έρωτας είμαι.
Φοβούμαι τα όνειρα
δε με ταξιδεύουν. Με προσγειώνουν.
Κλείνω τα μάτια μου. Φορώ προσωπείο.
Κρατώ μια ασπίδα
ο ρίψασπις
να αμύνομαι, που παραδίνομαι.

*

Μια λήκυθος είμαι
διαρκώς και πιο εύθραυστη∙
σου μιλώ πάλι

μετά πέντε αιώνες,
τι απόμεινε;
Μια τεράστια οπή
να καταπίνει ψυχές, τα άωρα μέλη,
τα δροσερά μάτια,
στην επιφάνεια
κόκκινες φυσαλίδες,
στρέφω τα μάτια μου το έξω μέσα
πώς να την αντέξω
μια ιστορία οστών.

*

Ο έρωτας είμαι,
όμορος πριν και τώρα διασπασμένος,
βγαίνω απ’ τα όρια
ανατρέπω τις συμφωνίες
χειροκροτώ τη σύγκλιση των σωμάτων

καταδύομαι και αναδύομαι, δεμένος στο μήλο
του Αδάμ,
κορίτσια ταΐζουνε τα περιστέρια, γεννιούνται τα
νέα μικρά ψάρια, σκαλώνω στο ανοιγμένο φτερό
του κύκνου,
διαβαίνω και βαίνω, ακροβατώ στις ξύλινες εξέδρες,
στις ισχνές λεύκες της όχθης, στα διερχόμενα νέφη,
πυροδοτώ τα υγρά μάτια των φαντάρων
τις βυζαντινές μορφές, τους νυχτερινούς
σερβιτόρους.


*

Μια λήκυθος είμαι
υπερπλήρης μετά
το τελευταίο δάκρυ της θείας Ειρήνης.
Βαραίνω
θα σκορπίσω σε κομμάτια
φοβούμαι.

Καλέ μου Πλήθωνα, νομίζω πως εσύ απόψε
μ’ ακούς.

*

Ο έρωτας είμαι∙
ενσαρκωμένος μένω,
προγραμμένος συχνά
και επικηρυγμένος προσφάτως,
υπάρχω
–ερείπια ερημία σιωπή–
ζωοδότης στις βουβές μήτρες,
ανεξίθρησκος, ο τελευταίος διεθνιστής,
ετοιμάζονται οι νέες εκρήξεις,
τριχοτομημένος ή διαμελισμένος έστω
υπάρχω – ο έρωτας είμαι...

Από τη συλλογή Δύο ελεγείες και μία ωδή (1996)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου, Η αναμενόμενη λέξη

"Fond names we rarely speak out loud"
Alan Davies


Μην παίζεις με τη φωνή σου
αργά να πέφτουν οι συλλαβές
– η κλεψύδρα σε κλέβει.
Και πού είναι η λέξη
που λέει μαζί το μπλε και το πράσινο;
Ποια είναι η λέξη
που ανακατώνει τη ζωή και τον θάνατο,
που ενώνει την αρχή και το τέλος;
Πού είναι η άλλη λέξη
που ανέμεινα πέρα από την υπομονή;
Πού είναι η άλλη λέξη;

*

Είναι αργή η λέξη η αναμενόμενη
αισχυντηλή διστακτική και σώφρων
δε σκάζει μύτη δύο χρόνια για παράδειγμα
κι ύστερα ξαφνικά σού ξεπροβάλλει στη γωνιά
φθόγγο τον φθόγγο, συλλαβή τη συλλαβή
παίρνει υπόσταση και ξεθαρρεύει
αρθρώνεται, επαναλαμβάνεται και σχάται
ανακυβίζεται πάλι και πάλι και σμιλεύεται
πότε επιμηκύνεται, συσπειρώνεται άλλοτε
ηδονική εισχωρεί στο σώμα σου λυσιμελής.

Είναι αμφίσημη η λέξη η αναμενόμενη
κρυψίνους ασαφής και σκεπτικίστρια
αναχωρεί μεταναστεύει και αλλοτριώνεται
έρχεται πάλι –ευκαιριακά και ινκόγκνιτο–
εύκαμπτη ευμετάβλητη και εύστροφη
λυσιτελής, αν και κατά περίσταση ανωφελής.

Είναι παράνομη η λέξη η αναμενόμενη∙
υποκρύπτει βομβιστικές ενέργειες
κάποτε δικαιολογεί ακρωτηριασμένα μέλη
δυναμιτίζει τις επιδημίες πείνας
αποτρέπει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις
αντιστέκεται στις διολισθήσεις συνόρων
αναμοχλεύει τις εσβεσμένες επαναστάσεις

*

ασυγκράτητη


βάδιζε κόντρα στο ρεύμα των αυτοκινήτων
–στη μέση του δρόμου–
κοντά να φανερωθεί∙ ένας χείμαρρος φώτα την έλουσε
μια ομοβροντία από κόρνες, η αναμενόμενη λέξη κονιορτός,
ψήγματα από έννοιες σπαράγματα αγκωνάρια
σκέψης
αμετουσίωτα∙
τότε ακούστηκε ο ήχος του όμποε κι ένας χορός από πουλιά
μελωδικά, η πλάση αφουγκράστηκε:

*

Πρόβαλε ιερή και αθάνατη
νεκρή και αναστημένη
εγκυμονούσα το πλήθος των νοημάτων της
μύριες λέξεις νεόκοπες έτεκε,
άλλες πιο ζωηρές παιχνίδιζαν
και άλλες σοβαρές στεκόντουσαν.
Ιερή και αθάνατη
νεκρή κι αναστημένη
αιώνια πλάστρα αυτόνομη κι αυτάρκης –
σιβυλλική.

Ε σεις, ατζέντηδες της επικοινωνίας,
άδικα ορίζετε∙
οι ορισμοί ακυρώθηκαν
με την κατηγορία του ελλιπούς.



— Και με καιρό
πάλιν Αναμενόμενη.

Από τη συλλογή Δύο ελεγείες και μία ωδή (1996)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση πρώτη [Κανένα χνάρι...]

[Ενότητα Αφήγηση πρώτη]

Κανένα χνάρι
πώς να σ’ αγγίξω
λέξη μαγική
που θα σαρκώσεις το μέλλον του παρελθόντος;

Και η μεταρρύθμιση
τραπεζική κατάθεση με εξευτελιστικό επιτόκιο;

Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)
« Last Edit: 16 Dec, 2018, 22:56:01 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση πρώτη (I)

[Ενότητα Αφήγηση πρώτη]

I

Έπεσα κάτω κι έκλεισα τα μάτια.
Είπα θα κάνω
πως δεν καταλαβαίνω.
Ας γίνουν όλα
ερήμην μου.

Τηλέφωνα χτυπούσαν άνθρωποι περνούσαν
σκουντουφλούσαν πάνω μου με άγγιζαν με κλοτσούσαν
με χάιδευαν με τρυπούσαν
με λεηλάτησαν.

Ξύπνησα σ’ έναν πύργο
φυλακισμένη
ένα παράθυρο στην κορυφή μονάχα
έριξα τα μαλλιά μου
όμως του κάκου
κανείς δεν επιάστη ν’ ανεβεί,
να με γλιτώσει.

Τότε είδα να περνάει η πομπή.
Στην αρχή πολύχρωμη.
Τρεις μπάντες όργανα και οι προεξάρχοντες.
Ύστερα κάτι κουρελήδες
να σέρνονται στα γόνατα μ’ ένα σταυρό στην πλάτη.
Γέμισε ο τόπος μυρωδιά ιδρώτα
κι ο δρόμος σκούρα ίχνη.

Όταν ξαφνικά
είδα παράμερα τον δάσκαλο,
λίγο σκυφτός και αδυνατισμένος μου φάνηκε.
Πατούσε ελαφρά πάνω στα φύλλα
και κάτι έψαξε να πάρει απ’ τη μεγάλη τσάντα.
Και μεμιάς σκόρπισαν τριγύρω φθόγγοι.
Άλλοι βαριοί πάτησαν στη γη
κι άλλοι αναρριχητικοί πετάξανε κλαδιά και ψήλωσαν.
Ξέκρινα τότε σκουριασμένο
το κλειδί στην τσάντα.
Έδωσα μια, πιάστηκα από τ’ αναρριχώμενα φωνήματα
κι εκείνα μ’ απιθώσαν καταγής.
Πάμε, του είπα. Καιρός να ξεκλειδώσεις το σχολείο.
Με κοίταξε στοχαστικά και, ναι
είναι καιρός, χαμογέλασε.
Γρήγορα, πριν πάρουνε χαμπάρι πως τους ξέφυγα, είπα.
Να βιαστούμε.

Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση πρώτη (II)

[Ενότητα Αφήγηση πρώτη]

II

Κι ήταν τότε που ήρθαν τα παιδιά.
Πολλά παιδιά, όλο ζωή και υγεία.
Έπαιζαν με τους φθόγγους κι εκείνοι, υπομονετικοί,
έγιναν έλκηθρα,
έγιναν μπάλες, μπαλόνια, αερόστατα.
Μαζεύτηκε το πλήθος και κοιτούσε,
κάπου κάπου ένας φθόγγος καθότανε πάνω στον ώμο,
στο χέρι ή στο κεφάλι τους,
τον κοίταζαν αυτοί προσεχτικά
και καταλάβαιναν.
Οι προεξάρχοντες ενοχλημένοι διέλυσαν την πομπή.
Ήταν η στιγμή
που η παλιά κλειδαριά
δέχτηκε μέσα της και πάλι το κλειδί
κι απάντησε στο γύρισμά του
με το χαρμόσυνο τρίξιμο
της δικαιωμένης προσμονής.

Μπήκαμε στη μεγάλη αυλή.
Ο ήλιος χάιδευε ένα καλό χορτάρι.
Χαλάσματα γύρω.
Πόση δουλειά,
να στήσουμε τις αίθουσες
να πλύνουμε τον χρόνο
να εξευμενίσουμε την αυστηρή βιβλιοθήκη.
Κι όπως ήρθανε αμέσως τα παιδιά
δεν είχαμε πού να τα βάλουμε.
Κάθισαν κάτω κι ήτανε χαρούμενα.

Ο Γιάννης από τον Βορρά

Μόνον ο Γιάννης κάθισε σε μια σκιά.
Κι ήρθε η βροχή –απελπισία–
πώς να σε προφυλάξουν τα χαλάσματα.
Μόνον ο Γιάννης χόρευε μες στη βροχή.
Μ’ αρέσει η βροχή, μονολογούσε,
είναι σαν την άλλη πατρίδα
έβρεχε εκεί
στον ήλιο βγάζω εξανθήματα,
είχαμε στην αυλή έναν μεγάλο φοίνικα,
χωνόμουν όταν έβρεχε,
έβγαλα μια φωτογραφία, καρναβάλι,
κι έβρεχε
τρέχανε οι μπογιές στο πρόσωπό μου
κόκκινα ρυάκια στα μάγουλά μου
κόκκινα ρυάκια
από εκεί ως εδώ
μακρύς ο δρόμος
κάτω απ’ τον ήλιο
κόκκινα ρυάκια γύρω απ’ τον φοίνικα
μην κλαις, πουλί μ’.

Το τραγούδι της Αννέζας

Λείπει και σήμερα η Αννέζα. Κάθεται μόνη.
Μάκρυναν τα μαλλιά της, χάλκινα και φουντωτά,
και τα μάτια της παράξενα μεγάλα.
Δε γράφει η Αννέζα, ποτέ δε γράφει,
μιλάει λίγο
αγαπάει ένα λευκό φουστάνι με δαντέλα στο μπούστο
της μίκρυνε,
τη σφίγγει στο στήθος,
τ’ αγόρια σχολιάζουν,
όμως αυτή δε νοιάζεται
και λείπει.
Έρχεται αργά,
όταν ο ήλιος έχει ανέβει,
γρατσουνισμένη κι αλλοπαρμένη,
ξέρουμε πως ήταν στα νερά
τσαλαβουτάει σε
καταποντισμένα
–αλλόγλωσσα; αλλόφυλα;– όνειρα.

Η Αννέζα αγαπάει ένα άσπρο φόρεμα
και την Οδύσσεια ζ,
εκεί που χύνεται ο ποταμός στη θάλασσα.
Γράψ’ το, της λέμε, το τραγούδι σου.
Πώς να το γράψω; Χάνονται τα λόγια.
Μόνο θα σας το τραγουδήσω.

Τραγουδάει η Αννέζα:

Το νερό καλό κι οι πέτρες γλυκές
τα χορτάρια βοτάνια
που γιατρεύουν πληγές.
Μη φοβάσαι, Οδυσσέα.

Με το άσπρο μου φτωχό φουστάνι,
δεν έχω πλούτη,
ξέρω τραγούδια,
έλα στα νερά μου, Οδυσσέα.

Πεταλούδα λευκή ή γλάρος
άσπρο μαντίλι ή βαρκούλα
απαλό αεράκι ή ευχή,
μαζί σου θα ’ρθω, Οδυσσέα.

Δεν έχω όνειρα
δεν έχεις συντρόφους
σ’ ακολουθώ,
έλα και πάρε με στη θάλασσα,
Οδυσσέα.


Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση πρώτη (III)

[Ενότητα Αφήγηση πρώτη]

III

Ένα πρωί φάνηκε ο ποιητής.
Σκοτεινός,
με τη σαφή ειρωνεία στις άκρες των χειλιών.
Έφερε στις καρδιές μας ένα φθινόπωρο
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο
ένα φθινόπωρο χωρίς προσδοκίες.
Ώσπου μια μέρα
ήρθε μ’ ένα χειμώνα στα μάτια του
πρώτη φορά.
Ο Οδυσσέας, ψέλλισε,
βάλτωσε στα νερά μας ο Οδυσσέας.

Συνέρρευσαν πλήθη∙ κάμερες, ρεπόρτερ, φωνές.
Ο Οδυσσέας με τ’ αποτυπώματα του χρόνου και τ’ αλατιού
βραχώδης, απολιθωμένος, γιγάντιος,
τα άκρα του εκτείνονταν στα έγκατα του βυθού.
Κάθε προσπάθεια να ανελκυστεί
θύελλες καταιγίδες σεισμοί και
παλιρροϊκά κύματα.
Αφήστε με, είπε στο τέλος,
με φανερή ρωγμή στη δεξιά του ωμοπλάτη.
Τον άκουσαν.
Μόνος και πάλι. Ρημαγμένος.
Αυτός και η θάλασσα...
Όταν ξημέρωσε, κανείς δεν ήταν πια εκεί.
Γαλανή γαλήνια θάλασσα τρεμόπαιζε στο φως.
Τράβηξε ο Οδυσσέας
ποιος ξέρει για ποιες γενιές.

Ωστόσο,
ένα άσπρο πανί κυμάτιζε στην επιφάνεια,
ένα μικρό
λευκό
κοριτσίστικο φόρεμα.

Το κατοπινό τραγούδι της Αννέζας

Τούτο το τραγούδι ξέρω και το γράφω.

Τον Οδυσσέα πια δεν απαντέχω,
τον ξεπροβόδισα.
Όταν μία φορά ξενιτευτείς
πάει, ξενιτεύτηκες.
Τι ωφελεί να τριγυρνάς
από λιμάνι σε λιμάνι;
Κοιτάζεις τα νέα νερά
και βλέπεις τα παλιά.
Μέσα στους νέους ήχους
ματίζεις τους παλιούς
μέσα στο φρέσκο γέλιο
πλένεις τους λυγμούς.

Τούτη η τάξη η Ιθάκη μου.
Φθόγγοι και γράμματα γεφύρια
από τον άλλο τόπο μου σ’ αυτόν τον τόπο μου.

Τα μάτια ίδια είναι, νέα και παλιά,
αν βλεμματίζουν την καρδιά.

Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση πρώτη (Επίλογος)

[Ενότητα Αφήγηση πρώτη]

Επίλογος

Εδώ και καιρό
σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο.

Έλα, νύχτα,
φέρε τη μυρωδιά από σέλινο και γιασεμί
στο ανοιχτό μου παράθυρο.
Τώρα που κόπασε στο ρέμα
ο χορός της πεταλούδας
και τα νερά ακινητούν
να δει το πρόσωπό του το φεγγάρι.

Απόψε, έστω για μια φορά,
δε θα μιλήσω για οδούς αδιέξοδες
και για κλειστά λιμάνια.
Θα πω κάτι γλυκό,
σαν το νανούρισμα ή σαν ευχή –
ξέρει η μάνα, ο δάσκαλος κι ο ποιητής,
όταν βαραίνουνε πολύ τα σύννεφα –

έλα, λοιπόν, νύχτα,
φέρε ένα όνειρο λιβάδι παπαρούνες
στων παιδιών τα βλέφαρα.
Έτσι κι αλλιώς το ρέμα συντηρεί τη βλάστηση.
Έτσι κι αλλιώς ένα κλειδί
ταιριάζει στη πόρτα του σωστού χρόνου,
ελπίζω.

Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Πλαγιάρι
1993-1996


Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση δεύτερη [Ας καθαρίσει η οθόνη...]

[Ενότητα Αφήγηση δεύτερη]

Ας καθαρίσει η οθόνη
τρέχουν τα γράμματα το κείμενο
–τι θες να παρεμβάλεις;–
να καθαρίσουν οι φθόγγοι
αυθύπαρκτοι
όχι έτσι
μια στήλη
–τι τεμαχίζεις, τι εξαρθρώνεις;–
παράγραφοι
διακεκομμένες γραμμές
η ζωή σε παραγράφους
οι μέρες σε στήλες
μην κλείνεις, προσοχή, σώσε με save,
–χάνομαι, χάθηκα
σε βάραθρο ηλεκτρονικό–

Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση δεύτερη (I)

[Ενότητα Αφήγηση δεύτερη]

I

Ζέστη.
Βαριά που μυρίζει η ρίγανη.
Ζέστη,
λιποθυμάει η πεταλούδα της νύχτας.
Με λησμονήσαν εδώ απρόσεχτα οι φίλοι.
Άγριος ο χώρος.
Τρέμουν οι πύλες του νεκρομαντείου.
Βουνά τα χώματα.
Μόνη, με μια καταπακτή μπροστά μου θεοσκότεινη.
Αφήνω το σκοτάδι να με καταπιεί.

Βρέθηκα
σε μιαν άκρη εξαιρετική,
αιχμή
που από τη μια κοιτάει το Ρουμλούκι
κι από την άλλη κατρακυλά
νησιά
Σμύρνη
Ισπάρτα Αττάλεια
Μπουρντούρι ή Πολύδωρο.

Στον κάμπο καταχνιά.
Καταχνιά κι εκεί
που κάτι βουνά λίγα και στεγνά σκιάζουνε ανθρώπους
με σκαμμένο πρόσωπο
σκαμμένη η θάλασσα
φεύγουνε τα καράβια

κύματα κύματα η φωνή μου
και πού να φτάσει
ένα βινύλιο η ψυχή μου
τρέμω μη σπάσει.

Φθόγγοι ιωνικοί αιολικοί δωρικοί
φθαρμένοι τσακισμένοι τουρκόφωνοι
φυλαγμένοι στο πιο κρυφό μπογαλάκι της ψυχής
φορτωμένοι σε καΐκια
κατατρεγμένοι
σκορπισμένοι σε νησιά
ριζωμένοι σ’ έναν κάμπο.
Φθόγγοι ασαφείς, αβέβαιοι, ασταθείς.
Αιχμηροί, να αγκυλώνουν τη γλώσσα και τα χείλη.
Δασιοί, ουρανικοί,
να υφαίνουν την ανθεκτική θλίψη.
Ημίφωνοι, υγροί, στρογγυλεμένοι,
να αρθρώνουν την αγάπη της ελπίδας.

Φεύγουνε τα καράβια,
οι άνθρωποι φωτογραφίες
σε συρτάρια σε αρχεία εφημερίδων.

Γερνάει ο κάμπος.
Κουράστηκε της γης η φλούδα
το νερό ζαλίστηκε.

Γερνάει ο κάμπος
σπάζει σε κομμάτια
κινούμενη λάσπη.

Εκεί πέρασε κάποτε ο καπεταν-Νικηφόρος,
άλλοτε προελαύνοντας
και άλλοτε λεβέντικα πεζός.
Έμεινε κάμποσο καιρό μαζί τους.
Έμαθαν να κοιτάζουνε τον ήλιο
να φυτεύουνε όνειρα
να σπουδάζουν οράματα.
Κάποια στιγμή αναλήφθηκε περίεργα,
είπανε μερικοί τον πήρε ο Αρχάγγελος.
Περνούσαν χρόνοι άγονοι.
Οι άνθρωποι σάστισαν,
γιατί είδανε το άσπρο μαύρο
κι ό,τι γνωρίζαν για καλό να γίνεται όνειδος.
Έτσι, μια μέρα
συνάχτηκαν και κάναν δέηση.
Γύρισε, Νικηφόρε, φώναζαν,
και ύψωναν χέρια σκοτεινά.

Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)
« Last Edit: 17 Dec, 2018, 00:03:47 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools