Νίκος Γρηγοριάδης, Κι όμως
VII
Αν δεν σε κοιτάξω πώς θα σε φέρω κοντά μου
γυμνή από σκιές, αρίζηλο άστρο,
όπου σταλάζουν γλυκασμοί και μειδίαμα δρόσου
κι ας ξέρω πως αυτό που κοιτάζω δεν είσαι συ,
πως κι εγώ ο ίδιος σ’ αυτό το βλέμμα είμαι απών,
όμοια ανύπαρκτος με σένα κι όχι
μ’ εκείνη την ήσυχη απουσία του κόσμου
που είναι γλυκύς ησυχασμός, σιωπή και τέλος,
αλλά μ’ εκείνη την ανυπαρξία του φωτός
που αγλαΐζει και ισορροπεί τον κόσμο.
Σε χάνω μες στην απουσία του φωτός σου,
καθώς σκοτεινιάζει βαθιά ο καρπός του πόνου,
και το τέχνασμα της υπομονής πασχίζει να πλάσει
τον άλλο χρόνο που άλλα μέτρα αποζητά.
Μετάλλαξη σε πάθος κι ατέλειωτη διαμονή στην απουσία.
Από τη συλλογή Η απουσία και ο λόγος (1985)