O thou, my lovely boy, who in thy power Dost hold Time's fickle glass, his sickle, hour; Who hast by waning grown, and therein showest Thy lovers withering, as thy sweet self growest. If Nature, sovereign mistress over wrack, As thou goest onwards still will pluck thee back, She keeps thee to this purpose, that her skill May time disgrace and wretched minutes kill. Yet fear her, O thou minion of her pleasure! She may detain, but not still keep, her treasure: Her audit (though delayed) answered must be, And her quietus is to render thee. | Αγόρι μου ωραίο, που ’χεις εξουσία στου χρόνου το γυαλί, την άστατη πορεία, που μεγαλώνεις νεάζοντας και δείχνει η ακμή σου τον μαρασμό του φίλου σου στην άνθηση σου, η Φύση, της φθοράς ανώτατη κυρά, όλο σε ξανανιώνει όσο ο καιρός περνά, σκοπεύοντας τον χρόνο να τον πεισματώσει και τις πανάθλιες στιγμές του να σκοτώσει. Όμως φοβού την, ω γλυκό της χαϊδεμένο, πισωκρατάει, μα όχι για πάντα τον αγαπημένο. Λογαριασμό (κι αν με παράταση) θα δώσει, κι η ανάπαψη της είναι να σε παραδώσει. |